εὐτυχία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />succès, bonheur ; [[αἱ]] εὐτυχίαι succès, prospérités.<br />'''Étymologie:''' [[εὐτυχής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />succès, bonheur ; [[αἱ]] εὐτυχίαι succès, prospérités.<br />'''Étymologie:''' [[εὐτυχής]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>εὐτῠχία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[success]] [[κεῖνος]] κραίνει [[σέθεν]] εὐτυχίαν (O. 6.81) ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας [[ἄκρον]] (N. 1.10) φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 13.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>εὐτῠχία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[success]] [[κεῖνος]] κραίνει [[σέθεν]] εὐτυχίαν (O. 6.81) ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας [[ἄκρον]] (N. 1.10) φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 13.
|sltr=<b>εὐτῠχία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[success]] [[κεῖνος]] κραίνει [[σέθεν]] εὐτυχίαν (O. 6.81) ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας [[ἄκρον]] (N. 1.10) φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 13.
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτυχία Medium diacritics: εὐτυχία Low diacritics: ευτυχία Capitals: ΕΥΤΥΧΙΑ
Transliteration A: eutychía Transliteration B: eutychia Transliteration C: eftychia Beta Code: eu)tuxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A good luck, success, Pi.O.6.81, Hdt.1.32, Th.7.77, etc.; τὴν ἀτυχίαν εἰς εὐ. αἰτοῦμαι μεταστῆναι Antipho 2.4.4; defined, Arist.Rh.1361b39; ἐπ' εὐτυχίᾳ, -ίαισιν, E.IT1490 (anap.), Ar.Ec.573 (lyr.); πολλῇ εὐ. χρῆσθαι Pl.Men.72a; κατά τινα θείαν εὐ. Id.Lg.798b; ἡ κατὰ πόλεμον εὐ. Th.1.120: pl., pieces of good luck, successes, Id.2.44.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτῠχία: (πρβλ. εὐτύχεια), ἡ, ὡς καί νῦν, καλὴ τύχη, ἐπιτυχία, εὐημερία, Πινδ. Ο. 6. 139, Ἡρόδ. 1. 32, Τραγ., κλ.· τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι Ἀντιφῶν 119, 34· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ εὐδαιμονία ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 5, 17· ἐπ’ εὐτυχία Εὐρ. Ι. Τ. 1490, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 573· εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Πλάτ. Μένων 72A· κατά τινα θείαν εὐτ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798B· ἡ κατὰ πόλεμον εὐτ. Θουκ. 1. 120· - ἐν τῷ πληθ., εὐτυχήματα, ἐπιτυχίαι, ὁ αὐτ. 2. 44.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
succès, bonheur ; αἱ εὐτυχίαι succès, prospérités.
Étymologie: εὐτυχής.

English (Slater)

εὐτῠχία
   1 success κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (O. 6.81) ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον (N. 1.10) φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 13.

English (Slater)

εὐτῠχία
   1 success κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (O. 6.81) ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον (N. 1.10) φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 13.