ἄφαντος: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[φαίνω]]): [[unseen]], ‘leaving no [[trace]],’ (Il.) | |auten=([[φαίνω]]): [[unseen]], ‘leaving no [[trace]],’ (Il.) | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 17 August 2017
English (LSJ)
ον, (φαίνομαι)
A made invisible, blotted out, ἀκήδεστοι καὶ ἄ. Il.6.60; ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄ. ὄληται 20.303, etc.; hidden, ἄ. ἕρμα A.Ag.1007 (lyr.); ἔφην' ἄφαντον φῶς S.Ph.297; ἄ. ἔπελες Pi.O.1.46; ἐκ βροτῶν ἄ. βῆναι S.OT832; ἁνὴρ ἄ. ἐκ . . στρατοῦ he has disappeared, A.Ag.624; ἄ. οἴχεσθαι ib.657, Jul.Or.2.59a; ἔρρειν S.OT560; ἀρθεῖσ' ἄ. E.Hel.606; ἐκ χερῶν Id.Hipp.827 (lyr.); ἴχνος πλατᾶν ἄ. disappearing, A.Ag.695 (lyr.); invisible, νύξ Parm.9.3. 2 in secret, ἄφαντα βρέμειν Pi.P.11.30. 3 obscure, Id.N.8.34; θεοῖς δῆλος θνητοῖσι δ' ἄ. Epimenid.II.—Poet. and late Prose, ἄ. γενέσθαι D.S.3.60, 4.65, Ev.Luc.24.31; τὰ ἄφαντα φήναντες Aristid.1.260 J., cf. Sch.Arat. 899.
German (Pape)
[Seite 407] unsichtbar, verdunkelt, verschwunden, wie ἀφανής; nur bei Dichtern; Hom. Iliad. 6, 60. 20, 303; bes. Tragg.; ἄφαντον φῶς, unerwartet, Soph. Phil. 297.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφαντος: -ον, (φαίνομαι) ὁ καταστὰς ἀφανής, ἀόρατος, ὁ ἐξαφανισθείς, «λησμονημένος», ἀκήδεστοι καὶ ἄφ. Ἰλ. Ζ. 60· ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφ. ὄληται Υ. 303, κτλ.· κεκκρυμένος, ἄφ. ἕρμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1007· ἔφην ἄφαντον φῶς (silicis venis abstrusum excudit ignem), Σοφ. Φιλ. 297· ἀφ. ἔπελες Πινδ. Ο. 1. 72· ἐκ βροτῶν ἀφ βῆναι Σοφ. Ο.Τ. 382· ἀνὴρ ἄφαντος ἐκ… στρατοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 624· ἀφ. οἴχεσθαι, ἔρρειν, = ἀφανισθῆναι αὐτόθι 657. Σοφ. Ο. Τ. 560· ἀρθεῖσ’ ἄφαντος Εὐρ. Ἑλ. 606· ἐκ χερῶν ὁ αὐτ. Ἱππ. 827· ἴχνος ἀφ. πλατᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 695· 2) ἐν κρυπτῷ ἄφαντ. βρέμειν Πινδ. 11. 11, 46. 3) σκοτεινός, ἄσημος, ἀφανής, Πινδ. Ν. 8. 58. Μόνον ποιητ. λέξις καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on ne voit pas, invisible, caché;
2 qu’on ne voit plus, disparu, anéanti ; ἄφαντον οἴχεσθαι ou ἔρρειν ESCHL, SOPH disparaître, s’anéantir ; oublié.
Étymologie: ἀ, φαίνω.