καταμάρπτω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. subj. καταμάρψῃ: [[overtake]].
|auten=aor. subj. καταμάρψῃ: [[overtake]].
}}
{{Slater
|sltr=[[καταμάρπτω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bring]] [[down]] καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν [[ἐγκονητί]] (sc. [[Πηλεύς]], [[who]] [[finally]] pinned [[down]] [[Thetis]] [[despite]] the [[many]] forms she [[assumed]]) (N. 3.35) καὶ κρέσσον' [[ἀνδρῶν]] χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ (I. 4.35) [[fig]]., in tmesis, [[swallow]] up, κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν (O. 6.14)
}}
{{Slater
|sltr=[[καταμάρπτω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bring]] [[down]] καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν [[ἐγκονητί]] (sc. [[Πηλεύς]], [[who]] [[finally]] pinned [[down]] [[Thetis]] [[despite]] the [[many]] forms she [[assumed]]) (N. 3.35) καὶ κρέσσον' [[ἀνδρῶν]] χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ (I. 4.35) [[fig]]., in tmesis, [[swallow]] up, κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν (O. 6.14)
}}
}}

Revision as of 14:13, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμάρπτω Medium diacritics: καταμάρπτω Low diacritics: καταμάρπτω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΡΠΤΩ
Transliteration A: katamárptō Transliteration B: katamarptō Transliteration C: katamarpto Beta Code: katama/rptw

English (LSJ)

   A catch, ὥς κεν ἔμ' ἔντοσθεν πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Il. 6.364; esp. catch, overtake one running away, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων 5.65, cf. 16.598, Pi.N.3.35; κατὰ γαῖ' αὐτόν τέ νιν καὶ . . ἵππους ἔμαρψεν Id.O.6.14; ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Od.24.390; ἄλλον δ' οὐ -έμαρψε δίκη Thgn.207; κρέσσον ἔσφαλε τέχνα -μάρψας' Pi.I.4(3).35; κατὰ μητέρα πότμος ἔμαρψε IG14.1389i17.

German (Pape)

[Seite 1362] (s. μάρπτω), ergreifen, packen, Il. 6, 364; den Fliehenden einholen, 5, 65. 16, 598; Pind. N. 3, 34 u. öfter. – Hesych. führt auch καμμάρψαι an u. erkl. es καταλαβεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

καταμάρπτω: καταλαμβάνω, φθάνω τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ ἔντοσθε πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)φθάνω τινὰ φεύγοντα καὶ μετὰ τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ λέξις ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω.

French (Bailly abrégé)

saisir ; particul. atteindre à la course, acc..
Étymologie: κατά, μάρπτω.

English (Autenrieth)

aor. subj. καταμάρψῃ: overtake.