ἀδάρκη: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(6_10)
(big3_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδάρκη''': ἡ, ἢ ἀδάρκης, ὁ, καλαμάχνη, ἁλμυρόν παράσιτον [[ἐπάνθισμα]] ἐπὶ φυτῶν τῶν ἑλῶν, Διοσκ. 5. 137· «[[ἀδάρκη]], [[οἷον]] [[ἀφρός]] τίς ἐστιν ὕδατος ἁλμυροῦ περιπεπηγὼς φορητοῖς τε καὶ καλάμοις, Παῦλ. Αἰγιν. - [[ὡσαύτως]] λέγεται καὶ ἄδαρκος, ὁ, Δαμοκρ. παρὰ Γαληνῷ. - Ὑποκορ. ἀδάρκιον, τό, Γαλην., πρβλ. Σαλμάσιον εἰς Σωλῖνον 918.
|lstext='''ἀδάρκη''': ἡ, ἢ ἀδάρκης, ὁ, καλαμάχνη, ἁλμυρόν παράσιτον [[ἐπάνθισμα]] ἐπὶ φυτῶν τῶν ἑλῶν, Διοσκ. 5. 137· «[[ἀδάρκη]], [[οἷον]] [[ἀφρός]] τίς ἐστιν ὕδατος ἁλμυροῦ περιπεπηγὼς φορητοῖς τε καὶ καλάμοις, Παῦλ. Αἰγιν. - [[ὡσαύτως]] λέγεται καὶ ἄδαρκος, ὁ, Δαμοκρ. παρὰ Γαληνῷ. - Ὑποκορ. ἀδάρκιον, τό, Γαλην., πρβλ. Σαλμάσιον εἰς Σωλῖνον 918.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. adarca</i> Plin.<i>HN</i> 16.167, 32.140; adarcē</i>, adarcēs</i> Veg.<i>Mul</i>.2.86.3, 2.112.2, 3.28.15<br />[[adarce]], [[salitre de las plantas de las marismas]] Plin.ll.cc., Gal.12.370, 391, <i>PHarris</i> 98.7 (IV d.C.). Veg.<i>Mul</i>.ll.cc.
}}
}}

Revision as of 11:46, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδάρκη Medium diacritics: ἀδάρκη Low diacritics: αδάρκη Capitals: ΑΔΑΡΚΗ
Transliteration A: adárkē Transliteration B: adarkē Transliteration C: adarki Beta Code: a)da/rkh

English (LSJ)

ἡ, or ἀδάρκης, ὁ,

   A salt efflorescence on the herbage of marshes, Dsc.5.119, Damocr. ap. Gal.13.105: ἄδαρκος, ὁ, Gal.12.370; Dim. ἀδάρκιον, τό, ibid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδάρκη: ἡ, ἢ ἀδάρκης, ὁ, καλαμάχνη, ἁλμυρόν παράσιτον ἐπάνθισμα ἐπὶ φυτῶν τῶν ἑλῶν, Διοσκ. 5. 137· «ἀδάρκη, οἷον ἀφρός τίς ἐστιν ὕδατος ἁλμυροῦ περιπεπηγὼς φορητοῖς τε καὶ καλάμοις, Παῦλ. Αἰγιν. - ὡσαύτως λέγεται καὶ ἄδαρκος, ὁ, Δαμοκρ. παρὰ Γαληνῷ. - Ὑποκορ. ἀδάρκιον, τό, Γαλην., πρβλ. Σαλμάσιον εἰς Σωλῖνον 918.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): lat. adarca Plin.HN 16.167, 32.140; adarcē, adarcēs Veg.Mul.2.86.3, 2.112.2, 3.28.15
adarce, salitre de las plantas de las marismas Plin.ll.cc., Gal.12.370, 391, PHarris 98.7 (IV d.C.). Veg.Mul.ll.cc.