ἐμφαντικός: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(Bailly1_2) |
(big3_14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre à signifier, significatif de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐμφαίνω]]. | |btext=ή, όν :<br />propre à signifier, significatif de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐμφαίνω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> frec. alternando en los cód. c. [[ἐμφατικός]] q.u.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>sin rég. [[expresivo]], [[enfático]] de discursos, obras literarias y artísticas ἡ σφοδρότης ἐ. λόγος ἐστίν Aristid.<i>Rh</i>.1.119, [[ἀποσιώπησις]] ἐμφαντικώτερον ποιεῖ τὸν λόγον Plu.2.1009e, cf. Ariston.<i>Il</i>.9.44, ὀνόματα Aristid.<i>Rh</i>.2.133, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.158.2, τὸ σημαινόμενον Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.16<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. y sup. como adv. ἐμφαντικώτερον εἴρηκε Plb.12.27.10, ἐμφαντικώτατα παριστάς Ph.1.148, Basil.M.29.248C, c. dat. de limitación ἐμφαντικώτερον τῇ ὀνομασίᾳ Aristid.<i>Rh</i>.1.117.<br /><b class="num">2</b> gener. c. gen. [[que representa]], [[que expresa]] πάθους ref. los movimientos de la danza, Plu.2.747e, cf. 1010b, ἐναντιότητος Aristid.Quint.102.4, cf. Iambl.<i>VP</i> 67, Anatolius en <i>Theol.Ar</i>.27, ἰσότητός τε καὶ ἀνισότητος Nicom.<i>Ar</i>.2.18, σύμβολον ἦν ἑκάστῳ τῆς τάξεως ἐμφαντικόν Porph.<i>Abst</i>.4.6, τῆς τοῦ τεκόντος οὐσίας ἐ. de Jesucristo, Cyr.Al.<i>Dial.Trin</i>.5.563e<br /><b class="num">•</b>[[indicativo]] de ciertos síntomas ἐμφαντικόν ἐστι τοῦ τὴν διάθεσιν εἶναι μείζονα Gal.12.994<br /><b class="num">•</b>gram. [[expresivo]], [[que expresa]], [[que porta una categoría]] c. gen. ὅσαι (ἀντωνυμίαι) γένους ἐμφαντικαί A.D.<i>Pron</i>.8.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con fuerza]], [[con intensidad]], [[enfáticamente]] τρανοῦν Ph.2.140, de discursos y obras artísticas παρεκάλει βραχέως μέν, ἐ. δὲ τοῦ παρόντος κινδύνου Plb.11.12.1, cf. 18.23.2, οὔτ' ἐμπείρως ὑπὸ τῶν βιβλιακῶν οὔτ' ἐ. οὐδενὸς γραφομένου Plb.12.25g.2, εἰρῆσθαι Origenes <i>Cels</i>.6.57, γράφειν Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.119, cf. Sch.Th.3.10<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἐποίησεν ἐ. τῇ διαθέσει τὴν μάχην de una pintura, Plu.<i>Arat</i>.32. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ, όν,
A expressive, indicative, τινός of a thing, Ph.1.149, Plu.2.747e, 1010c, Demetr. Eloc.283, A.D.Pron.8.9, etc.; τῆς δικαιοσύνης -ωτάτη ἡ πεντάς Theol.Ar.27: abs., expressive, vivid, παράκλησις Plb.18.23.2, cf. Plu.2.1009e (Comp.), Ph.1.302 (Sup.). Adv. -κῶς vividly, forcibly, of a painter, Plu.Arat.32; ἐ. γράφεσθαι Plb.12.25g.2; τρανοῦν Ph.2.140: Comp. -ώτερον Plb.12.27.10: Sup. -ώτατα Ph.1.50: also -κῶς τοῦ κινδύνου setting forth the danger clearly, Plb.11.12.1.--ἐμφατικός (q. v.) is a common v.l.
German (Pape)
[Seite 819] ή, όν, = ἐμφατικός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, ἐκφραστικός, μετὰ γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., ἐκφραστικός, ζωηρός, ἡ δὲ παράκλησις ἦν αὐτοῦ βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, μετὰ δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ αὐτός· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς εἶναι συνήθης δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à signifier, significatif de, gén..
Étymologie: ἐμφαίνω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Grafía: frec. alternando en los cód. c. ἐμφατικός q.u.
I 1sin rég. expresivo, enfático de discursos, obras literarias y artísticas ἡ σφοδρότης ἐ. λόγος ἐστίν Aristid.Rh.1.119, ἀποσιώπησις ἐμφαντικώτερον ποιεῖ τὸν λόγον Plu.2.1009e, cf. Ariston.Il.9.44, ὀνόματα Aristid.Rh.2.133, Alex.Aphr.in Top.158.2, τὸ σημαινόμενον Clem.Al.Paed.1.5.16
•neutr. compar. y sup. como adv. ἐμφαντικώτερον εἴρηκε Plb.12.27.10, ἐμφαντικώτατα παριστάς Ph.1.148, Basil.M.29.248C, c. dat. de limitación ἐμφαντικώτερον τῇ ὀνομασίᾳ Aristid.Rh.1.117.
2 gener. c. gen. que representa, que expresa πάθους ref. los movimientos de la danza, Plu.2.747e, cf. 1010b, ἐναντιότητος Aristid.Quint.102.4, cf. Iambl.VP 67, Anatolius en Theol.Ar.27, ἰσότητός τε καὶ ἀνισότητος Nicom.Ar.2.18, σύμβολον ἦν ἑκάστῳ τῆς τάξεως ἐμφαντικόν Porph.Abst.4.6, τῆς τοῦ τεκόντος οὐσίας ἐ. de Jesucristo, Cyr.Al.Dial.Trin.5.563e
•indicativo de ciertos síntomas ἐμφαντικόν ἐστι τοῦ τὴν διάθεσιν εἶναι μείζονα Gal.12.994
•gram. expresivo, que expresa, que porta una categoría c. gen. ὅσαι (ἀντωνυμίαι) γένους ἐμφαντικαί A.D.Pron.8.9.
II adv. -ῶς con fuerza, con intensidad, enfáticamente τρανοῦν Ph.2.140, de discursos y obras artísticas παρεκάλει βραχέως μέν, ἐ. δὲ τοῦ παρόντος κινδύνου Plb.11.12.1, cf. 18.23.2, οὔτ' ἐμπείρως ὑπὸ τῶν βιβλιακῶν οὔτ' ἐ. οὐδενὸς γραφομένου Plb.12.25g.2, εἰρῆσθαι Origenes Cels.6.57, γράφειν Clem.Al.Strom.2.20.119, cf. Sch.Th.3.10
•c. dat. ἐποίησεν ἐ. τῇ διαθέσει τὴν μάχην de una pintura, Plu.Arat.32.