ἀνάντης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
(Bailly1_1)
(big3_4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />montant, escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἄντα]].
|btext=ης, ες :<br />montant, escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἄντα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[empinado]], [[cuesta arriba]] χωρίον Hdt.2.29, ὁδός Pl.<i>R</i>.364d, [[ἀνάβασις]] Pl.<i>R</i>.515e.<br /><b class="num">2</b> subst. τό, τὰ ἄ. [[cuesta]], [[subida]] πρὸς ἄναντες ... πορεύεσθαι Hp.<i>Flat</i>.11, πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν X.<i>Eq</i>.3.7, πορεύοντα πρὸς ἄ. Pl.<i>Phdr</i>.247b, πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Pl.<i>Lg</i>.732c, ἐς τὰ ἀνάντη καὶ ὄρεια ἀνέθορον Ael.<i>NA</i> 13.14<br /><b class="num">•</b>[[escala ascendente]] τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν Pl.<i>R</i>.568c<br /><b class="num">•</b>fig. [[dificultad]] ref. a la verdad εἱ καὶ μὴ [[εἰσάπαν]] ... ἐφικέσθαι τυχὸν ἐπιτρέπει τὸ ἄ. Cyr.Al.M.68.737A.
}}
}}

Revision as of 12:01, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάντης Medium diacritics: ἀνάντης Low diacritics: ανάντης Capitals: ΑΝΑΝΤΗΣ
Transliteration A: anántēs Transliteration B: anantēs Transliteration C: anantis Beta Code: a)na/nths

English (LSJ)

ες, (ἀνά, ἄντην)

   A up-hill, steep, opp. κατάντης, χωρίον Hdt. 2.29; πεδία Hp.Aër.19; ὁδός, ἀνάβασις, Pl.R.364d, 515e; πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, opp. κατὰ πρανοῦς, X.Eq.3.7, cf Pl.Phdr.247b; πρὸς τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν in the ascending scale of our constitutions, Id.R.568c; πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Id Lg.732c.

German (Pape)

[Seite 199] ες (ἀντάω), bergauf, steil, schwierig, ἀνάβασις Plat. Rep. VII, 515 e; ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Legg. V, 732 c.; Sp.; Ggstz κατάντης, Her. 2. 29; das Höchste, Schwierigste, τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν Plat. Rep. VIII, 568 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάντης: τὸ οὐδ ἄναντες (ἀνά, ἀντάω) ἀνωφερής, ἀπότομος, ἀντίθ. τῷ κατάντης, χωρίον Ἡρόδ. 2. 29· πεδία Ἱππ. Ἀέρ. 292· ὁδός, ἀνάβασις Πλάτ. Πολ. 364D, 515E· πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατὰ πρανοῦς («τὸν κατήφορον»). Ξεν. Ἱππ. 3. 7, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 247B· πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν, πρὸς τὸ ὕψιστον σημεῖον τῶν πολιτειῶν μας, ὁ αὐτ. Πολ. 568C· πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη ὁ αὐτ. Νόμ. 732C.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
montant, escarpé.
Étymologie: ἀνά, ἄντα.

Spanish (DGE)

-ες
1 empinado, cuesta arriba χωρίον Hdt.2.29, ὁδός Pl.R.364d, ἀνάβασις Pl.R.515e.
2 subst. τό, τὰ ἄ. cuesta, subida πρὸς ἄναντες ... πορεύεσθαι Hp.Flat.11, πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν X.Eq.3.7, πορεύοντα πρὸς ἄ. Pl.Phdr.247b, πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Pl.Lg.732c, ἐς τὰ ἀνάντη καὶ ὄρεια ἀνέθορον Ael.NA 13.14
escala ascendente τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν Pl.R.568c
fig. dificultad ref. a la verdad εἱ καὶ μὴ εἰσάπαν ... ἐφικέσθαι τυχὸν ἐπιτρέπει τὸ ἄ. Cyr.Al.M.68.737A.