γεφυρόω: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
(SL_1)
(big3_10)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>γεφῡρόω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bridge]], met., [[open]] γεφύρωσέ τΑτρείδαισι νόστον [[Achilles]] sc. (I. 8.51)
|sltr=<b>γεφῡρόω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bridge]], met., [[open]] γεφύρωσέ τΑτρείδαισι νόστον [[Achilles]] sc. (I. 8.51)
}}
{{DGE
|dgtxt=(γεφῡρόω) <b class="num">1</b> [[formar o servir de terraplén]], [[formar un paso]], [[hacer practicable]] γεφύρωσεν δὲ κέλευθον <i>Il</i>.15.357, ἡ δ' ... γεφύρωσεν δέ μιν (ποταμόν) αὐτὸν [[εἴσω]] πᾶσ' ἐριποῦσ' <i>Il</i>.21.245.<br /><b class="num">2</b> [[tender un puente sobre]] τὸν ποταμόν Hdt.4.118, Hdn.7.1.5, Βόσπορον Hdt.4.88, τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Pl.<i>Criti</i>.115c, γ. λίθοις formar un puente con piedras</i>, <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.79.6 (V a.C.), πλοίοις τὴν διάβασιν γ. tender un puente de barcas para permitir el paso</i> Plb.3.66.6, cf. Plu.<i>Ant</i>.32, γ. τὰ δύσπορα hacer practicables con puentes los pasos difíciles</i> Luc.<i>Demon</i>.1, cf. Nonn.<i>D</i>.27.185, en v. pas. ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Hdt.7.36<br /><b class="num">•</b>fig. γεφύρωσέ τ' Ἀτρεΐδαισι νόστον tendió a los Atridas el puente del regreso</i> Pi.<i>I</i>.8.51, τοὺς ποταμοὺς γ. νεκροῖς Luc.<i>DMort</i>.25.2, cf. Plu.2.340e.
}}
}}

Revision as of 12:06, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεφῡρόω Medium diacritics: γεφυρόω Low diacritics: γεφυρόω Capitals: ΓΕΦΥΡΟΩ
Transliteration A: gephyróō Transliteration B: gephyroō Transliteration C: gefyroo Beta Code: gefuro/w

English (LSJ)

(γέφυρα)

   A dam up (cf. γέφυρα 1), γεφύρωσεν δέ μιν (sc. τὸν ποταμὸν ἡ πτελέη) Il.21.245; but in Prose, γ. τὸν ποταμόν throw a bridge over it, Hdt.4.118; Βόσπορον ib.88; τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Pl.Criti.115c; ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Hdt.7.36; πλοίοις τὴν διάβασιν γ. Plb.3.66.6; also, dam, ποταμοὺς νεκροῖς Luc.DMort.12.2; τὰ δύσπορα Id.Demon.1, cf. Nonn. D.27.185.    2 make into a causeway or embankment, γεφύρωσεν δὲ κέλευθον Il.15.357.    3 metaph, νόστον Ἀτρείδαις γ. Pi.I.8(7) 51.

German (Pape)

[Seite 487] dämmen, brücken; Hom. zweimal, in der Bedeutung »dämmen«, nicht »brücken«, vgl. γέφυρα; beide Male in der Form γεφύρωσεν, mit der Arsis des fünften Fußes schließend: Iliad. 15, 357 Ἀπόλλων ῥεῖ' ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων ἐς μέσσον κατέβαλλε, γεφύρωσεν δὲ κέλευθον μακρὴν ἠδ' εὐρεῖαν, ὅσον τ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται; 21, 245, Achilleus im Skamander, ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν εὐφυέα μεγάλην· ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεθρα ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν

Greek (Liddell-Scott)

γεφῡρόω: (γέφυρα) συνδέω διὰ γεφύρας, καθιστῶ διαβατὸν διὰ γεφύρας, γεφύρωσε δὲ μιν (ἐνν. τὸν ποταμὸν) ἡ πτελέη, ἡ πεσοῦσα πτελέα ἀπετέλεσε γέφυραν ὑπεράνω τοῦ ποταμοῦ, Ἱλ. Φ. 245· οὕτω παρὰ πεζοῖς, γ. τὸν ποταμόν, κάμνω γέφυραν ὑπεράνω αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 118, πρβλ. 88, Πλάτ. Κριτ. 115C· ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Ἡρόδ. 7. 36· ποταμὸν πλοίοις γ. Πολύβ. 3. 66, 6· νεκροῖς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 2. 2) κάμνω [δίοδόν τινα] ὡς γέφυραν, γεφύρωσε κέλευθον, ἔκαμε δρόμον διὰ γεφύρας, γεφυρωτόν, Ἰλ. Ο. 327· νόστον Ἀτρείδαις γ. Πίνδ. Ι. 8(7). 111. ΙΙ. ὑπερασπίζω διὰ προχώματος (πρβλ. ἀπογεφ-), Εὐσ. Χρον.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. γεφυρώσω;
1 dans Hom. couvrir d’une chaussée : γ. κέλευθον IL rendre le chemin praticable par une chaussée, frayer un chemin ; γεφύρωσε (ποταμὸν) ἡ πτελεή IL l’orme s’étendit sur le fleuve comme une chaussée;
2 après Hom. jeter un pont sur : ποταμόν HDT sur un fleuve ; γ. νεκροῖς LUC faire un pont de cadavres ; Pass. être rendu accessible au moyen d’un pont.
Étymologie: γέφυρα.

English (Slater)

γεφῡρόω
   1 bridge, met., open γεφύρωσέ τΑτρείδαισι νόστον Achilles sc. (I. 8.51)

Spanish (DGE)

(γεφῡρόω) 1 formar o servir de terraplén, formar un paso, hacer practicable γεφύρωσεν δὲ κέλευθον Il.15.357, ἡ δ' ... γεφύρωσεν δέ μιν (ποταμόν) αὐτὸν εἴσω πᾶσ' ἐριποῦσ' Il.21.245.
2 tender un puente sobre τὸν ποταμόν Hdt.4.118, Hdn.7.1.5, Βόσπορον Hdt.4.88, τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Pl.Criti.115c, γ. λίθοις formar un puente con piedras, IG 13.79.6 (V a.C.), πλοίοις τὴν διάβασιν γ. tender un puente de barcas para permitir el paso Plb.3.66.6, cf. Plu.Ant.32, γ. τὰ δύσπορα hacer practicables con puentes los pasos difíciles Luc.Demon.1, cf. Nonn.D.27.185, en v. pas. ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Hdt.7.36
fig. γεφύρωσέ τ' Ἀτρεΐδαισι νόστον tendió a los Atridas el puente del regreso Pi.I.8.51, τοὺς ποταμοὺς γ. νεκροῖς Luc.DMort.25.2, cf. Plu.2.340e.