διαθρυλέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(Bailly1_2)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> répandre un bruit : διετεθρύλετο [[ὡς]] XÉN c’était un bruit répandu que, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rebattre les oreilles, assourdir en parlant <i>ou</i> en criant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[θρυλέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> répandre un bruit : διετεθρύλετο [[ὡς]] XÉN c’était un bruit répandu que, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rebattre les oreilles, assourdir en parlant <i>ou</i> en criant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[θρυλέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. διαθρυλλ- por geminación expresiva<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[divulgar]], [[hablar constantemente de]] ἐκεῖνα D.C.78.35.2, ταῦτα Ath.Al.<i>H.Ar</i>.44.9, cf. Hsch., en v. pas. οἶμαι αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφθαι διαθρυλουμένους ὑπὸ σοῦ creo que éstos están totalmente desgastados de lo que han sido mencionados por tí</i> X.<i>Mem</i>.1.2.37, cf. Theo.<i>Prog</i>.64.24.<br /><b class="num">2</b> [[llenar de noticias]], [[ensordecer]] ἀνδρῶν, οὓς διατεθρυλληκέναι ἐς ἑαυτὸν φής los cuales dices te estaban ensordeciendo con noticias</i> Amel.<i>Ep</i>. en Porph.<i>Plot</i>.17.<br /><b class="num">II</b> en v. pas. perf. o plusperf.<br /><b class="num">1</b> [[estar extendida una noticia]], [[divulgarse]] c. ὡς: διετεθρύλητο γὰρ ὡς ... X.<i>Mem</i>.1.1.2<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[estar muy difundido]], [[ser muy popular]], [[estar muy divulgado]] λόγους ... λέγω τοὺς πάλαι παρ' ὑμῖν διατεθρυλημένους Isoc.15.55, de unos versos τὰ Εὐπόλιδος διατεθρύληται περὶ Κίμωνος Plu.<i>Cim</i>.15, ἐμοὶ πάνυ διατεθρύλλητο τὰ τοιαῦτα περὶ [[αὐτοῦ]] Iul.<i>Ep</i>.79, διατεθρύλληται ἡ πίστις ὑμῶν Chrys.M.62.399.<br /><b class="num">2</b> [[estar ahíto de noticias]] de donde [[estar ensordecido]] de pers. ὑπ' ἐμοῦ ἀεὶ ἀκούων διατεθρύληται Pl.<i>Ly</i>.205b, διατεθρυλημένος τὰ ὦτα, ἀκούων ... Pl.<i>R</i>.358c, cf. Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.12.4, ἐκκλησία ὑπὸ τῆς νέας ταύτης ... προφητείας ... διατεθρυλημένη Anón. en Eus.<i>HE</i> 5.16.4<br /><b class="num">•</b>en pres. [[ser aturdido]] βασιλέα ὑπὸ πολλῶν τὰ ὦτα διαθρυλλούμενον Chrys.M.58.571.
}}
}}

Revision as of 12:09, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθρῡλέω Medium diacritics: διαθρυλέω Low diacritics: διαθρυλέω Capitals: ΔΙΑΘΡΥΛΕΩ
Transliteration A: diathryléō Transliteration B: diathryleō Transliteration C: diathryleo Beta Code: diaqrule/w

English (LSJ)

   A spread abroad, mostly in pf. and plpf. Pass., to be commonly reported, διετεθρύλητο ὡς . . X.Mem.1.1.2; to be hackneyed, of a quotation, Plu.Cim.15.    II Pass., to be talked deaf, διαθρυλουμένους ὑπό σου X.Mem.1.2.37; διατεθρύλημαι ἀκούων Pl.Ly.205b; διατεθρυλημένος τὰ ὦτα Id.R.358c.

Greek (Liddell-Scott)

διαθρῡλέω: (ἴδε ἐν λ. θρυλέω, = διαθροέω)· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντέλ. Παθ., κοινῶς λέγομαι, διαφημίζομαι, διακωδωνίζομαι, διετεθρύλητο ὡς… Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, πρβλ. Πλούτ. Κίμ. 15. ΙΙ. ἐκκωφοῦμαι ἐκ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας, «ξεκωφαίνομαι», διαθρυλούμενος ὑπό σου Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· διατεθρύλημαι ἀκούων Πλάτ. Λύσ. 205Β· διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ὁ αὐτ. Πολ. 358C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 répandre un bruit : διετεθρύλετο ὡς XÉN c’était un bruit répandu que, etc.
2 rebattre les oreilles, assourdir en parlant ou en criant.
Étymologie: διά, θρυλέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. διαθρυλλ- por geminación expresiva
I tr.
1 divulgar, hablar constantemente de ἐκεῖνα D.C.78.35.2, ταῦτα Ath.Al.H.Ar.44.9, cf. Hsch., en v. pas. οἶμαι αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφθαι διαθρυλουμένους ὑπὸ σοῦ creo que éstos están totalmente desgastados de lo que han sido mencionados por tí X.Mem.1.2.37, cf. Theo.Prog.64.24.
2 llenar de noticias, ensordecer ἀνδρῶν, οὓς διατεθρυλληκέναι ἐς ἑαυτὸν φής los cuales dices te estaban ensordeciendo con noticias Amel.Ep. en Porph.Plot.17.
II en v. pas. perf. o plusperf.
1 estar extendida una noticia, divulgarse c. ὡς: διετεθρύλητο γὰρ ὡς ... X.Mem.1.1.2
de abstr. estar muy difundido, ser muy popular, estar muy divulgado λόγους ... λέγω τοὺς πάλαι παρ' ὑμῖν διατεθρυλημένους Isoc.15.55, de unos versos τὰ Εὐπόλιδος διατεθρύληται περὶ Κίμωνος Plu.Cim.15, ἐμοὶ πάνυ διατεθρύλλητο τὰ τοιαῦτα περὶ αὐτοῦ Iul.Ep.79, διατεθρύλληται ἡ πίστις ὑμῶν Chrys.M.62.399.
2 estar ahíto de noticias de donde estar ensordecido de pers. ὑπ' ἐμοῦ ἀεὶ ἀκούων διατεθρύληται Pl.Ly.205b, διατεθρυλημένος τὰ ὦτα, ἀκούων ... Pl.R.358c, cf. Aen.Gaz.Thphr.12.4, ἐκκλησία ὑπὸ τῆς νέας ταύτης ... προφητείας ... διατεθρυλημένη Anón. en Eus.HE 5.16.4
en pres. ser aturdido βασιλέα ὑπὸ πολλῶν τὰ ὦτα διαθρυλλούμενον Chrys.M.58.571.