ἀναχρώννυμι: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(Bailly1_1) |
(big3_4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀναχρώσω, <i>ao.</i> ἀνέχρωσα, <i>pf.</i> ἀνακέχρωσμαι;<br />colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χρώννυμι]]. | |btext=<i>f.</i> ἀναχρώσω, <i>ao.</i> ἀνέχρωσα, <i>pf.</i> ἀνακέχρωσμαι;<br />colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χρώννυμι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[teñir]] σταγὼν αἵματος ... ἀνέχρωσε πᾶν Plu.2.930f.<br /><b class="num">2</b> [[untar]], [[embadurnar]] βορβόρῳ τὴν ὄψιν Chrys.M.57.72<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[infectarse]], [[contaminarse]] Chrys.M.59.314<br /><b class="num">•</b>fig. [[juntarse]], [[irse con]] πολλαῖς γυναιξίν tener trato con muchas mujeres</i> Eust.122.27.<br /><b class="num">3</b> [[perfumarse]], [[impregnarse]] ἐκ τῆς εὐωδίας Chrys.M.59.295. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
A colour anew, discolour, Plu.2.93of:—Pass., v.l. in Thphr.Sud.12: metaph., to be defiled with, πολλαῖς γυναιξίν Eust.122.26.
German (Pape)
[Seite 215] (s. χρώννυμι), Farben anreiben, anfärben, beschmutzen, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχρώννυμι: δίδω νέον χρῶμα, χρωματίζω, «σταγὼν αἵματος εἰς ὑγρὸν ἐμπεσόντος ἀνέχρωσε πᾶν ἅμα φοινιχθέν» Πλούτ. 2. 930F: - παθ., Θεοφρ. Ἱδρωτ. 12, καὶ μετὰ τῆς σημασίας τοῦ συγγίγνομαι «παρενόμει περὶ τὴν εὐνὴν (ὁ Ζεὺς) πολλαῖς ἀναχρωννύμενος γυναιξίν» Εὐστ. Ἰλ. σ. 122, 26. - προσέτι σημαίνει, ἐμπίμπλημι, πληρῶ, «μύρον τὸν ἀέρα ἀναχρῶσαν τῆς ὀσμῆς», Ἰω. Χρυσ. τόμ. 11, σ. 500D, «πάντα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς οἰκείας ἀναχρώννυσι κακίας», μεταδίδουσι τὸν χρωματισμὸν τῆς ἰδίας κακίας, αὐτόθι σ. 126Β.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναχρώσω, ao. ἀνέχρωσα, pf. ἀνακέχρωσμαι;
colorer, teindre.
Étymologie: ἀνά, χρώννυμι.
Spanish (DGE)
1 teñir σταγὼν αἵματος ... ἀνέχρωσε πᾶν Plu.2.930f.
2 untar, embadurnar βορβόρῳ τὴν ὄψιν Chrys.M.57.72
•en v. med. infectarse, contaminarse Chrys.M.59.314
•fig. juntarse, irse con πολλαῖς γυναιξίν tener trato con muchas mujeres Eust.122.27.
3 perfumarse, impregnarse ἐκ τῆς εὐωδίας Chrys.M.59.295.