ἄνιππος: Difference between revisions
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
(SL_1) |
(big3_4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰνιππος</b> <br /> <b>1</b> [[without]] horses cf. Bacch. 8. 15. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (a [[chorus]] of Keans speaks on [[behalf]] of [[their]] [[island]]) (Pae. 4.27) | |sltr=<b>ᾰνιππος</b> <br /> <b>1</b> [[without]] horses cf. Bacch. 8. 15. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (a [[chorus]] of Keans speaks on [[behalf]] of [[their]] [[island]]) (Pae. 4.27) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de pers. [[que carece de caballo]] ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pi.<i>Fr</i>.52d.27, ἀλλ' οὐ περιόψεταί μ' ὁ θεῖος Μεγακλέης ἄνιππον Ar.<i>Nu</i>.125, cf. Plb.10.40.10, <i>PSorb</i>.12.2, 6 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>como subst. [[soldado de a pie]], [[infante]] ἱππόται δέ εἰσι καὶ ἄνιπποι ... καὶ τοξόται Hdt.1.215, cf. S.<i>OC</i> 899.<br /><b class="num">2</b> [[que no sabe equitación]] μηδὲ ἱππεύειν ἄνιππον Plu.2.100a.<br /><b class="num">3</b> de lugares [[difícil de atravesar a caballo]] [[Αἴγυπτος]] ἐοῦσα πεδιὰς πᾶσα [[ἄνιππος]] καὶ [[ἀναμάξευτος]] γέγονε Hdt.2.108, τόπος D.H.2.13, cf. Aen.Tact.8.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without horse, not serving on horseback, ἱππόται καὶ ἄνιπποι Hdt.1.215, S.OC899; without a horse to ride on, Ar.Nu.125, Plb.10.40.10; unable to ride, Plu.2.100a. 2 of countries, unsuited for horses, ἄ. καὶ ἀναμάξευτος Hdt.2.108, cf.Aen.Tact.8.4, D.H. 2.13.
German (Pape)
[Seite 238] 1) unberitten, ohne Pferd, Ggstz ἱππότης Soph. O. C. 908; Her. 1, 215; Ar. Nubb. 126. – 2) von Gegenden, für Reiterei untauglich, Her. 2, 108; entgegengesetzt ἱππάσιμος Aen. Tact. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνιππος: -ον, ὁ ἄνευ ἵππου, ὁ μὴ ὑπηρετῶν ἐν τῷ στρατῷ ὡς ἱππεύς, ἱππόται ... καὶ ἄνιπποι Ἡρόδ. 1. 215, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἱππότης, πάντα λεὼν ἄνιππον ἱππότην τε Σοφ. Ο. Κ. 899: ὁ μὴ ἔχων ἵππον ἵνα ἱππεύσῃ, «ὁ ἐστερημένος ἵππων» (Σουΐδ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 125: ἀνίκανος νὰ ἱππεύῃ, Πλούτ. 2. 100Α. 2) ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων μὴ ἐπιτηδείων πρὸς ἱππασίαν, ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος Ἡρόδ. 2. 108, πεζοὶ δὲ ὅπου τραχὺς εἴη καὶ ἄνιππος τόπος Διον. Ἁλ. 2. 13, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a pas de cheval;
2 qui ne sert pas dans la cavalerie;
3 impropre à monter à cheval;
4 impraticable aux chevaux.
Étymologie: ἀ, ἵππος.
English (Slater)
ᾰνιππος
1 without horses cf. Bacch. 8. 15. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (a chorus of Keans speaks on behalf of their island) (Pae. 4.27)
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. que carece de caballo ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pi.Fr.52d.27, ἀλλ' οὐ περιόψεταί μ' ὁ θεῖος Μεγακλέης ἄνιππον Ar.Nu.125, cf. Plb.10.40.10, PSorb.12.2, 6 (III a.C.)
•como subst. soldado de a pie, infante ἱππόται δέ εἰσι καὶ ἄνιπποι ... καὶ τοξόται Hdt.1.215, cf. S.OC 899.
2 que no sabe equitación μηδὲ ἱππεύειν ἄνιππον Plu.2.100a.
3 de lugares difícil de atravesar a caballo Αἴγυπτος ἐοῦσα πεδιὰς πᾶσα ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος γέγονε Hdt.2.108, τόπος D.H.2.13, cf. Aen.Tact.8.4.