ἄντομος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(6_14) |
(big3_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄντομος''': ὁ, διαλεκτικὸς [[τύπος]] τοῦ ἀνάτομος, [[σκόλοψ]], [[χάραξ]], «παλοῦκι» καὶ περιληπτικῶς [[φραγμός]], [[περίφραγμα]], [[συχν]]. ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναξιν, ἐπὶ τὸν ἄντομον τὸν ὁρίζοντα Ι15, 5774, 5775· [[ὡσαύτως]] ὁδὸς γειτνιάζουσα πρὸς τοιοῦτον φραγμόν, 5774. 15., 5775. 12 κ. ἀλλ.· ἴδε Franz. σ. 706. | |lstext='''ἄντομος''': ὁ, διαλεκτικὸς [[τύπος]] τοῦ ἀνάτομος, [[σκόλοψ]], [[χάραξ]], «παλοῦκι» καὶ περιληπτικῶς [[φραγμός]], [[περίφραγμα]], [[συχν]]. ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναξιν, ἐπὶ τὸν ἄντομον τὸν ὁρίζοντα Ι15, 5774, 5775· [[ὡσαύτως]] ὁδὸς γειτνιάζουσα πρὸς τοιοῦτον φραγμόν, 5774. 15., 5775. 12 κ. ἀλλ.· ἴδε Franz. σ. 706. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> sicil. [[estaca]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[camino vecinal]], [[atajo]] ἀπὸ τῶ ἀντόμω τῶ hυπὲρ Πανδοσίας ἄγοντος <i>TEracl</i>.1.12, cf. 15, 2.13.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀνατέμνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ, dialectic form of ἀνάτομος,
A stake or pale, cf. ἄντομοι· σκόλοπες (Sicel), Hsch.: hence collectively, paling, boundary-fence, Tab.Heracl.1.15, al.; also, road adjoining such a fence, ib.2.13, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντομος: ὁ, διαλεκτικὸς τύπος τοῦ ἀνάτομος, σκόλοψ, χάραξ, «παλοῦκι» καὶ περιληπτικῶς φραγμός, περίφραγμα, συχν. ἐν τοῖς Ἡρακλεωτ. Πίναξιν, ἐπὶ τὸν ἄντομον τὸν ὁρίζοντα Ι15, 5774, 5775· ὡσαύτως ὁδὸς γειτνιάζουσα πρὸς τοιοῦτον φραγμόν, 5774. 15., 5775. 12 κ. ἀλλ.· ἴδε Franz. σ. 706.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 sicil. estaca Hsch.
2 camino vecinal, atajo ἀπὸ τῶ ἀντόμω τῶ hυπὲρ Πανδοσίας ἄγοντος TEracl.1.12, cf. 15, 2.13.
• Etimología: Cf. ἀνατέμνω.