βάμμα: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(Bailly1_1) |
(big3_8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />teinture.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />teinture.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[tintura]], [[tinte]] βάμματα δὲ μὴ προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα Pl.<i>Lg</i>.956a, διάφορα βάμματα <i>POxy</i>.914.7 (V d.C.), cf. <i>PMich</i>.160.7, 13 (IV/V d.C.), β. Σαρδιανικόν tinte de Sardes</i> de color rojo, ref. a la sangre, Ar.<i>Ach</i>.112, <i>Pax</i> 1174, β. Κυζικηνικόν tinte de Cízico</i> de color amarillo, ref. a los excrementos, Ar.<i>Pax</i> 1176<br /><b class="num">•</b>[[color]] que da el tinte [[βάμμα]] λευκώματος tinte blanquecino</i> Arist.<i>Phgn</i>.813<sup>a</sup>28<br /><b class="num">•</b>de tejidos σκῦλα βαμμάτων Σισαρα telas de colores como botín para Sísara</i> LXX <i>Id</i>.5.30, ἐπ' ἀμφιέσμασιν καὶ βάμμασιν Fauorin.<i>de Ex</i>.18.18, τὰ βάμματα telas teñidas</i> D.Chr.77/78.4, Hsch.<br /><b class="num">2</b> en pintura [[pigmento]] οἱ γραφεῖς ἀνθηρὰ χρώματα καὶ βάμματα μιγνύουσιν Plu.2.54e.<br /><b class="num">II</b> [[vinagre]] εἰ δὲ σύ γε τρίψας ὀλίγῳ ἐν βάμματι κάμπην Nic.<i>Th</i>.87, cf. 622, ἐν βάμματι τήξας Nic.<i>Al</i>.369, de una mezcla de miel y vinagre ἐν βάμματι σίμβλων Nic.<i>Al</i>.49.<br /><b class="num">III</b> bot. [[sorbo]], [[Sorbus domestica]], <i>AB</i> 362. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (βάπτω)
A that in which a thing is dipped, dye, Pl.Lg. 956a; βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, v. βάπτω 1.2: in pl., διάφορα β. POxy.914.7 (v A. D.); β. λευκώματος a whitish tinge, Arist.Phgn. 813a28. II sauce, Nic.Th.622, cf. Hsch. s.v. βάμβα. III = ὄα, AB362.
German (Pape)
[Seite 431] τό, Alles, worin etwas eingetaucht wird, bes. Farbe, Plat. Legg. XII, 956 a; Brühe, Nic. Th. 622 u. öfter; βάμμα.Σαρδιανικόν, sardinische Purpurfärberei, kom. von einem blutig Geschlagenen, Prügelsuppe, Ar. Ach. 112.
Greek (Liddell-Scott)
βάμμα: τὸ, (βάπτω) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, βαφή, χρῶμα, Πλάτ. Νόμ. 956Α · βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε βάπτω 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ βαφή, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. ἔμβαμμα (σάλτσα), καρύκευμα, Νίκ. Θ. 622, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
teinture.
Étymologie: βάπτω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1tintura, tinte βάμματα δὲ μὴ προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα Pl.Lg.956a, διάφορα βάμματα POxy.914.7 (V d.C.), cf. PMich.160.7, 13 (IV/V d.C.), β. Σαρδιανικόν tinte de Sardes de color rojo, ref. a la sangre, Ar.Ach.112, Pax 1174, β. Κυζικηνικόν tinte de Cízico de color amarillo, ref. a los excrementos, Ar.Pax 1176
•color que da el tinte βάμμα λευκώματος tinte blanquecino Arist.Phgn.813a28
•de tejidos σκῦλα βαμμάτων Σισαρα telas de colores como botín para Sísara LXX Id.5.30, ἐπ' ἀμφιέσμασιν καὶ βάμμασιν Fauorin.de Ex.18.18, τὰ βάμματα telas teñidas D.Chr.77/78.4, Hsch.
2 en pintura pigmento οἱ γραφεῖς ἀνθηρὰ χρώματα καὶ βάμματα μιγνύουσιν Plu.2.54e.
II vinagre εἰ δὲ σύ γε τρίψας ὀλίγῳ ἐν βάμματι κάμπην Nic.Th.87, cf. 622, ἐν βάμματι τήξας Nic.Al.369, de una mezcla de miel y vinagre ἐν βάμματι σίμβλων Nic.Al.49.
III bot. sorbo, Sorbus domestica, AB 362.