βαττολογέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(Bailly1_1)
(big3_8)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[Βάττος]], [[λέγω]]³.
|btext=-ῶ :<br />bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[Βάττος]], [[λέγω]]³.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βατταλογέω]] <i>Eu.Matt</i>.6.7<br /><b class="num">1</b> [[repetir machaconamente]] las plegarias μὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί <i>Eu.Matt</i>.l.c., περὶ καθηκόντων δὲ βαττολογῶν Simp.<i>in Epict</i>.p.91.<br /><b class="num">2</b> [[hablar por hablar]] ἐν οἴνῳ μὴ βαττολόγει σοφίαν ἐπιδεικνύμενος <i>Vit.Aesop</i>.W.109, cf. Gr.Nyss.M.44.1129C, Ath.Al.M.26.25C.
}}
}}

Revision as of 12:20, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαττολογέω Medium diacritics: βαττολογέω Low diacritics: βαττολογέω Capitals: ΒΑΤΤΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: battologéō Transliteration B: battologeō Transliteration C: vattologeo Beta Code: battologe/w

English (LSJ)

   A = βατταρίζω, speak stammeringly, say the same thing over and over again, Ev.Matt.6.7, Simp. in Epict.p.91D.

German (Pape)

[Seite 439] unnützes Zeug schwatzen, plappern, stammverwandt mit βατταρίζω, N. T. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βαττολογέω: βατταρίζω, ὁμιλῶ τραυλίζων, ἐπαναλαμβάνω τὸ αὐτὸ πολλάκις (ὡς ποιοῦσιν οἱ ἔχοντες δυσκολίαν περὶ τὴν γλῶσσαν), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 7, Σιμπλίκ. π. Ἐπίκτ. 340· - ῥηματ. ἐπίθ., -λογητέον, Ἐκκλ.· - ἐντεῦθεν βαττολογία, ἡ, = βατταρισμός, ματαιολογία, φλυαρία, Ἐκκλ., οἵτινες ὡσαύτως μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν βαττολόγημα, τό, καὶ βαττολόγος, ὁ, ἡ. (Ἡ ῥίζα εἶναι τὸ κύριον ὄνομα Βάττος, ὅπερ φαίνεται ὡς ὀνοματοπ. ἀπό τινος τραυλίζοντος, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 155· περὶ τῆς παροιμίας τὸ Βάττου σίλφιον, ἴδε σίλφιον).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.
Étymologie: Βάττος, λέγω³.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): βατταλογέω Eu.Matt.6.7
1 repetir machaconamente las plegarias μὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί Eu.Matt.l.c., περὶ καθηκόντων δὲ βαττολογῶν Simp.in Epict.p.91.
2 hablar por hablar ἐν οἴνῳ μὴ βαττολόγει σοφίαν ἐπιδεικνύμενος Vit.Aesop.W.109, cf. Gr.Nyss.M.44.1129C, Ath.Al.M.26.25C.