βλαβερός: Difference between revisions
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(Bailly1_1) |
(big3_9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />nuisible, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[βλάπτω]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ὠφέλιμος]]. | |btext=ά, όν :<br />nuisible, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[βλάπτω]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ὠφέλιμος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(βλᾰβερός) -ά, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[expuesto a sufrir daño]], [[vulnerable]] βλαβερὸν τὸ θύρηφιν Hes.<i>Op</i>.365, <i>h.Merc</i>.36.<br /><b class="num">2</b> [[pernicioso]], [[dañino]], [[perjudicial]] def. como τὸ βλάπτον τὸν ῥοῦν εἶναι Pl.<i>Cra</i>.417d, τοῦτό φασιν βλαβερὸν εἶναι (una maniobra táctica), Aen.Tact.22.13, de las cosas que son contra la naturaleza, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.35, cf. Epicur.<i>Sent.Vat</i>.[6]21, βλαβερωτάτην πεποιημένος ἀπόφασιν Plb.4.31.7, [[ἄνευ]] δὲ τούτου (φρονήσεως) δύσχρηστα καὶ ἄκαρπα καὶ βλαβερά Plu.2.99f, de las diferencias que hay en la cualidad, Plot.6.1.12, οὐ πάντως ἡ φυγὴ βλαβερόν D.Chr.13.8, cf. 10.17, 34.22, ἡ [[ἀκρότης]] οὐδαμῶς βλαβερά Aristid.Quint.85.25, cf. Gal.5.774, Plot.4.4.32, Vett.Val.73.29<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ βλαβερόν [[daño]], [[perjuicio]] op. τὸ συμφέρον Democr.B 237, op. ὠφέλιμον X.<i>Cyr</i>.8.8.14, μεγάλων βλαβερῶν ἐπιγεγενημένων en el funcionamiento de una máquina <i>PTeb</i>.725.5 (II a.C.), τῆς ἔχθρας τὸ βλαβερώτατον ὠφελιμώτατον ἂν γενέσθαι τοῖς προσέχουσιν Plu.2.87b<br /><b class="num">•</b>añadiendo la noción de inmoralidad, unido a κακά y ἀνωφελέα y op. τἀγαθά Democr.B 175, βλαβερὸν [[ἀκρασία]] <i>Septem</i> 4.12, ὁ ἀκρατὴς τοῖς μὲν ἄλλοις β., ἑαυτῷ δ' ὠφέλιμος X.<i>Mem</i>.1.5.3, ἐμπίπτουσιν εἰς ... ἐπιθυμίας ... βλαβεράς 1<i>Ep.Ti</i>.6.9<br /><b class="num">•</b>en sent. fís. [[nocivo]], [[perjudicial para la salud]] τὰ δὲ κατὰ κοιλίην πολλοῖσι πολλὰ καὶ βλαβερὰ συνέβαινε Hp.<i>Epid</i>.3.8, frec. c. dat. ἐπιθυμία ... βλαβερὰ μὲν σώματι, βλαβερὰ δὲ ψυχῇ ref. la gula, Pl.<i>R</i>.559b, τὸ ἴσην ἔχειν τοὺς ἀνίσους τροφὴν ἢ ἐσθῆτα βλαβερὸν τοῖς σώμασιν Arist.<i>Pol</i>.1287<sup>a</sup>15, ὄμφαξ ὀδοῦσι βλαβερόν LXX <i>Pr</i>.10.26, σιτίον Plu.2.94d, κένωσις Gal.17(2).15.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de forma perjudicial]] gener. ἔχουσι ... φθονερῶς τε καὶ β. Pl.<i>Phdr</i>.243c, πολλοὶ καὶ προσδιαλέγονται τοῖς ἐπταικόσιν, ἀλλ' ἀχρήστως, μᾶλλον δὲ β. Plu.2.599b, τοῖς χρήμασι χρῆσθαι ... μὴ β. D.Chr.13.16<br /><b class="num">•</b>en sent. fís. ὠφελίμως πράξας ἢ β. ὁ ἰατρός Pl.<i>Chrm</i>.164b, συμπίπτει γὰρ ὑπ' αὐτῆς (κενώσεως) τὸ σῶμα β. Gal.17(2).16. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 21 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A harmful, β. τὸ θύρηφιν Hes.Op.365 (= h.Merc.36); opp. συμφέρον, Democr.237; opp. ὠφέλιμος, X.Cyr.8.8.14; β. καὶ ζημιῶδες Pl.Cra.417d. Adv. -ρῶς Id.Phdr.243c; opp. ὠφελίμως, Id.Chrm.164c, cf. Plu.2.599b.
German (Pape)
[Seite 446] schädlich, verderblich, Hes. O. 365; τινί, oft bei Plat. u. Folgdn; πρὸς οὐσίαν Phaedr. 241 c. Ggstz ὠφέλιμος Men. 88 c; συμφέρον Arist. rhet. 1, 3. – Adv. βλαβερῶς.
Greek (Liddell-Scott)
βλᾰβερός: -ά, -όν, ἐπιβλαβής, ἐπιζήμιος, βλαπτικός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 36, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 14, Πλάτ. κ. ἂλλ. ― Ἐπίρρ. -ρως Πολυδ. Ε΄, 135.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
nuisible, funeste.
Étymologie: βλάπτω.
Ant. ὠφέλιμος.
Spanish (DGE)
(βλᾰβερός) -ά, -όν
I 1expuesto a sufrir daño, vulnerable βλαβερὸν τὸ θύρηφιν Hes.Op.365, h.Merc.36.
2 pernicioso, dañino, perjudicial def. como τὸ βλάπτον τὸν ῥοῦν εἶναι Pl.Cra.417d, τοῦτό φασιν βλαβερὸν εἶναι (una maniobra táctica), Aen.Tact.22.13, de las cosas que son contra la naturaleza, Chrysipp.Stoic.3.35, cf. Epicur.Sent.Vat.[6]21, βλαβερωτάτην πεποιημένος ἀπόφασιν Plb.4.31.7, ἄνευ δὲ τούτου (φρονήσεως) δύσχρηστα καὶ ἄκαρπα καὶ βλαβερά Plu.2.99f, de las diferencias que hay en la cualidad, Plot.6.1.12, οὐ πάντως ἡ φυγὴ βλαβερόν D.Chr.13.8, cf. 10.17, 34.22, ἡ ἀκρότης οὐδαμῶς βλαβερά Aristid.Quint.85.25, cf. Gal.5.774, Plot.4.4.32, Vett.Val.73.29
•subst. τὸ βλαβερόν daño, perjuicio op. τὸ συμφέρον Democr.B 237, op. ὠφέλιμον X.Cyr.8.8.14, μεγάλων βλαβερῶν ἐπιγεγενημένων en el funcionamiento de una máquina PTeb.725.5 (II a.C.), τῆς ἔχθρας τὸ βλαβερώτατον ὠφελιμώτατον ἂν γενέσθαι τοῖς προσέχουσιν Plu.2.87b
•añadiendo la noción de inmoralidad, unido a κακά y ἀνωφελέα y op. τἀγαθά Democr.B 175, βλαβερὸν ἀκρασία Septem 4.12, ὁ ἀκρατὴς τοῖς μὲν ἄλλοις β., ἑαυτῷ δ' ὠφέλιμος X.Mem.1.5.3, ἐμπίπτουσιν εἰς ... ἐπιθυμίας ... βλαβεράς 1Ep.Ti.6.9
•en sent. fís. nocivo, perjudicial para la salud τὰ δὲ κατὰ κοιλίην πολλοῖσι πολλὰ καὶ βλαβερὰ συνέβαινε Hp.Epid.3.8, frec. c. dat. ἐπιθυμία ... βλαβερὰ μὲν σώματι, βλαβερὰ δὲ ψυχῇ ref. la gula, Pl.R.559b, τὸ ἴσην ἔχειν τοὺς ἀνίσους τροφὴν ἢ ἐσθῆτα βλαβερὸν τοῖς σώμασιν Arist.Pol.1287a15, ὄμφαξ ὀδοῦσι βλαβερόν LXX Pr.10.26, σιτίον Plu.2.94d, κένωσις Gal.17(2).15.
II adv. -ῶς de forma perjudicial gener. ἔχουσι ... φθονερῶς τε καὶ β. Pl.Phdr.243c, πολλοὶ καὶ προσδιαλέγονται τοῖς ἐπταικόσιν, ἀλλ' ἀχρήστως, μᾶλλον δὲ β. Plu.2.599b, τοῖς χρήμασι χρῆσθαι ... μὴ β. D.Chr.13.16
•en sent. fís. ὠφελίμως πράξας ἢ β. ὁ ἰατρός Pl.Chrm.164b, συμπίπτει γὰρ ὑπ' αὐτῆς (κενώσεως) τὸ σῶμα β. Gal.17(2).16.