δαρτός: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
(6_11) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δαρτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[δέρω]], = γδαρμένος, δαρτὰ πρόσωπα ἵππων, πρόσωπα ἵππων [[ἄνευ]] δέρματος, γδαρμένα, Χοιρίλ. 4· δ. [[χιτών]], εἷς τῶν χιτώνων τῶν ὄρχεων, Παῦλ. Αἰγ. 6. 61. ΙΙ. τὰ δαρτά = ἰχθύες [[ἄνευ]] λεπίδων, ἀλλ’ ἔχοντες σκληρὸν δέρμα, [[ὥστε]] [[ἀνάγκη]] νὰ ἐκδαρῶσι πρὶν παρασκευασθῶσιν, Ἀθήν. 357C. | |lstext='''δαρτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[δέρω]], = γδαρμένος, δαρτὰ πρόσωπα ἵππων, πρόσωπα ἵππων [[ἄνευ]] δέρματος, γδαρμένα, Χοιρίλ. 4· δ. [[χιτών]], εἷς τῶν χιτώνων τῶν ὄρχεων, Παῦλ. Αἰγ. 6. 61. ΙΙ. τὰ δαρτά = ἰχθύες [[ἄνευ]] λεπίδων, ἀλλ’ ἔχοντες σκληρὸν δέρμα, [[ὥστε]] [[ἀνάγκη]] νὰ ἐκδαρῶσι πρὶν παρασκευασθῶσιν, Ἀθήν. 357C. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δρᾰτός <i>Il</i>.23.169<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desollado]] σώματα <i>Il</i>.l.c., ἵππων δαρτὰ πρόσωπα Choeril.6.4.<br /><b class="num">2</b> [[despegado]], [[suelto]] χιτών de la piel de la parte superior del escroto, Ruf.<i>Anat</i>.61, ὑμένες Paul.Aeg.6.61.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ δ.<br /><b class="num">1</b> [[animal de desuello]], [[que es para el desuello]] (<i>sc</i>. ἱερεῖον) esp. ref. a anim. ovinos o bovinos <i>Milet</i> 1(3).133.31 (V a.C.), τὰ δαρτά op. τὰ με̄̀ δαρτά ref. a cerdos y aves <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.255B.15, cf. 19 (V a.C.), op. εὑστόν <i>Ath.Agora</i> 19.L4a.32 (IV a.C.), usado para la disección τὸ ζῶον ἕν τι τῶν δαρτῶν ὀνομαζομένων, οἷον ἢ πρόβατον ἢ βοῦν ἢ αἶγα Gal.2.644<br /><b class="num">•</b>tb. de pescados de piel dura no escamosa, Mnesith.Ath.38.12.<br /><b class="num">2</b> dud. [[prepucio]] Hippon.20.3 (ap. crít.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Como ai. <i>dr̥tá</i>-, deriv. en *<i>to</i> sobre la r. de [[δέρω]] q.u., en grado ø. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (δέρω)
A flayed, ἵππων δ. πρόσωπα the skin flayed from horses' heads, Choeril.4.5; δ. χιτών, of skin stripped off, Paul.Aeg. 6.61. II τὰδ. fish which must be skinned before dressing, Mnesith. ap.Ath.8.357c; of animals, ἕν τι τῶν δ. ὀνομαζομένων Gal.2.644, cf. IG12.190, SIG57.31 (Milet., V. B.C.).
German (Pape)
[Seite 523] abgehäutet, Galen.; τὰ δαρτά, eine Art Fische, die in der Küche abgehäutet werden, Ath. VIII, 357 c; χιτών, eine von den Häuten, die die Hoden umgeben, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δαρτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέρω, = γδαρμένος, δαρτὰ πρόσωπα ἵππων, πρόσωπα ἵππων ἄνευ δέρματος, γδαρμένα, Χοιρίλ. 4· δ. χιτών, εἷς τῶν χιτώνων τῶν ὄρχεων, Παῦλ. Αἰγ. 6. 61. ΙΙ. τὰ δαρτά = ἰχθύες ἄνευ λεπίδων, ἀλλ’ ἔχοντες σκληρὸν δέρμα, ὥστε ἀνάγκη νὰ ἐκδαρῶσι πρὶν παρασκευασθῶσιν, Ἀθήν. 357C.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): δρᾰτός Il.23.169
I 1desollado σώματα Il.l.c., ἵππων δαρτὰ πρόσωπα Choeril.6.4.
2 despegado, suelto χιτών de la piel de la parte superior del escroto, Ruf.Anat.61, ὑμένες Paul.Aeg.6.61.
II subst. τὸ δ.
1 animal de desuello, que es para el desuello (sc. ἱερεῖον) esp. ref. a anim. ovinos o bovinos Milet 1(3).133.31 (V a.C.), τὰ δαρτά op. τὰ με̄̀ δαρτά ref. a cerdos y aves IG 13.255B.15, cf. 19 (V a.C.), op. εὑστόν Ath.Agora 19.L4a.32 (IV a.C.), usado para la disección τὸ ζῶον ἕν τι τῶν δαρτῶν ὀνομαζομένων, οἷον ἢ πρόβατον ἢ βοῦν ἢ αἶγα Gal.2.644
•tb. de pescados de piel dura no escamosa, Mnesith.Ath.38.12.
2 dud. prepucio Hippon.20.3 (ap. crít.).
• Etimología: Como ai. dr̥tá-, deriv. en *to sobre la r. de δέρω q.u., en grado ø.