διακλάω: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(Autenrieth)
(big3_11)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. [[part]]. διακλάσσᾶς: [[break]] in [[twain]], Il. 5.216†.
|auten=aor. [[part]]. διακλάσσᾶς: [[break]] in [[twain]], Il. 5.216†.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. part. διακλάσσας <i>Il</i>.5.216]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[partir en dos]], [[partir]] τόξα ... χερσὶ διακλάσσας <i>Il</i>.l.c., cf. Q.S.10.107, (ἄρτον) LXX <i>La</i>.4.4, esp. en la Eucaristía ἄρτους διακλᾶν Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.70.17, en v. pas. οἱ διακλώμενοι τῶν ἄρτων D.S.17.41, cf. Chrys.M.61.200<br /><b class="num">•</b>fig., del alma τὴν αὐστηρὰν ἐκλύει ψυχὴν καὶ διακλᾷ καὶ διαχεῖ Chrys.M.63.206, cf. M.62.228.<br /><b class="num">2</b> [[refractar]] en v. pas. διακλωμένας ... ἀκτίνας Damian.<i>Opt</i>.13.<br /><b class="num">II</b> en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[hacerse blando]], [[muelle]], [[flojo]] ὄμμα διακεκλασμένον Zeno <i>Stoic</i>.1.59, ἀνὴρ διακλώμενος afeminado</i> D.Chr.33.60, cf. Luc.<i>Demon</i>.18, Gr.Nyss.<i>Hom.in 1Cor</i>.6.18 (p.215.16).<br /><b class="num">2</b> [[romperse]] διακλώμενοι ῥυθμοί D.H.<i>Dem</i>.43.13.
}}
}}

Revision as of 12:23, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακλάω Medium diacritics: διακλάω Low diacritics: διακλάω Capitals: ΔΙΑΚΛΑΩ
Transliteration A: diakláō Transliteration B: diaklaō Transliteration C: diaklao Beta Code: diakla/w

English (LSJ)

   A break in twain, τόξα . . χερσὶ διακλάσσας (Ep. for -κλάσας) Il. 5.216.    II Pass., = διαθρύπτομαι, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς practise soft Ionian airs, cj. in Ar.Th.163; διακεκλασμένος enervated, Luc.Demon. 18; δ. ὄμμα prob. in Zeno Stoic.1.58; διακλώμενοι ῥυθμοί, opp. ἀνδρώδεις, D.H.Dem.43, cf. Comp.17.

German (Pape)

[Seite 582] (s. κλάω), durch-, zerbrechen; Iliad. 5, 216 τάδε τόξα ἐν πυρὶ θείην χερσὶ διακλάσσας; – gew. übertr., entkräften, verweichlichen, VLL. διαθρύπτω; διεκλῶντ' Ἰωνικῶς, sich weichlichen, ionischen Tänzen hingeben, Ar. Th. 163; θηλυδρίας καὶ διακεκλασμένος Luc. Demon. 18; auch διακλώμενοι ῥυθμοί, kraftlose, D. Hal. iud. Thuc. 43.

Greek (Liddell-Scott)

διακλάω: (ἴδε ἐν λ. κλάω), θραύω εἰς δύο, τόξα… χερσὶ διακλάσσας (Ἐπ. ἀντὶ -κλάσας) Ἰλ. Ε. 216. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ διαθρύπτομαι, Λατ. frangi, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς, μεταχειρίζεσθαι τρόπους καὶ τσακίσματα Ἰων. (motus Ionici), Ἀριστοφ. Θεσμ. 163· διακεκλασμένος, ἐκνενευρισμένος, Λουκ. Δημών. 18· διακλώμενοι ῥυθμοί, ἀντίθ. ἀνδρώδεις, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 briser en deux;
2 briser, énerver, amollir.
Étymologie: διά, κλάω.

English (Autenrieth)

aor. part. διακλάσσᾶς: break in twain, Il. 5.216†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. διακλάσσας Il.5.216]
I tr.
1 partir en dos, partir τόξα ... χερσὶ διακλάσσας Il.l.c., cf. Q.S.10.107, (ἄρτον) LXX La.4.4, esp. en la Eucaristía ἄρτους διακλᾶν Cyr.Al.Luc.1.70.17, en v. pas. οἱ διακλώμενοι τῶν ἄρτων D.S.17.41, cf. Chrys.M.61.200
fig., del alma τὴν αὐστηρὰν ἐκλύει ψυχὴν καὶ διακλᾷ καὶ διαχεῖ Chrys.M.63.206, cf. M.62.228.
2 refractar en v. pas. διακλωμένας ... ἀκτίνας Damian.Opt.13.
II en v. med.-pas.
1 hacerse blando, muelle, flojo ὄμμα διακεκλασμένον Zeno Stoic.1.59, ἀνὴρ διακλώμενος afeminado D.Chr.33.60, cf. Luc.Demon.18, Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.215.16).
2 romperse διακλώμενοι ῥυθμοί D.H.Dem.43.13.