Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάημι: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(Autenrieth)
(big3_11)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ipf. [[διάει]] (διάη): [[blow]] [[through]], Od. 5.478 and Od. 19.440.
|auten=ipf. [[διάει]] (διάη): [[blow]] [[through]], Od. 5.478 and Od. 19.440.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> lesb., chipr. ζάημι <i>Inc.Lesb</i>.35.7, Hsch.s.u.u. ζάεντες y ζάει, pero v. [[διΐημι]]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [impf. διάη <i>Od</i>.5.478, 19.440]<br />[[soplar el viento a través de]], [[traspasar soplando]] τὴν μὲν (λόχμην) ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων <i>Od</i>.19.440, cf. 5.478, πώεα ... οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Βορέω Hes.<i>Op</i>.517, c. gen. o giro prep. τῶν (θηρῶν) ... διάησι (Βόρεας) Hes.<i>Op</i>.514, διὰ παρθενικῆς [[ἁπαλόχροος]] οὐ διάησιν Hes.<i>Op</i>.519<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser traspasado por el viento]] ὄφρα (ἕρπυλλος) κλάδοις μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται Nic.<i>Fr</i>.74.41.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάημι Medium diacritics: διάημι Low diacritics: διάημι Capitals: ΔΙΑΗΜΙ
Transliteration A: diáēmi Transliteration B: diaēmi Transliteration C: diaimi Beta Code: dia/hmi

English (LSJ)

[ᾰ], impf. διάην, Ep. Verb,

   A blow through, c. acc., τοὺς [θάμνους] . . οὔτ' ἀνέμων διάη μένος Od.5.478; πώεα . . οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Hes.Op.517: c. gen., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [Βορέας] ib.514.

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἄημι), durchwehen; Odyss. 5, 478. 19, 440 θάμνους –. τοὺς (λόχμῃ –. τὴν) μὲν ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων, var. lect. διάει, vgl. Scholl. – Hes. O. 514; τινός, 511; διά τινος, 517.

Greek (Liddell-Scott)

διάημι: παρατ. διάην, Ἐπ. ῥῆμα, φυσῶ διά μέσου, διαπνέω, μετ’ αἰτιατ., τοὺς [θάμνους]… οὔτ’ ἀνέμων διάη (διάει) μένος Ὀδ. Ε. 478, Τ. 440· πώεα… οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516· μετὰ γεν., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [[[Βορέας]]] αὐτόθι 514.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. διάει;
souffler à travers.
Étymologie: διά, ἄημι.

English (Autenrieth)

ipf. διάει (διάη): blow through, Od. 5.478 and Od. 19.440.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): lesb., chipr. ζάημι Inc.Lesb.35.7, Hsch.s.u.u. ζάεντες y ζάει, pero v. διΐημι

• Morfología: [impf. διάη Od.5.478, 19.440]
soplar el viento a través de, traspasar soplando τὴν μὲν (λόχμην) ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων Od.19.440, cf. 5.478, πώεα ... οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Βορέω Hes.Op.517, c. gen. o giro prep. τῶν (θηρῶν) ... διάησι (Βόρεας) Hes.Op.514, διὰ παρθενικῆς ἁπαλόχροος οὐ διάησιν Hes.Op.519
en v. pas. ser traspasado por el viento ὄφρα (ἕρπυλλος) κλάδοις μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται Nic.Fr.74.41.