διασκεδάννυμι: Difference between revisions
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> [[διασκεδῶ]], <i>ao.</i> διεσκέδασα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> disperser de côté et d’autre ; <i>particul.</i> licencier une armée ; <i>Pass.</i> se disperser;<br /><b>2</b> séparer, détacher;<br /><b>3</b> disjoindre, détruire : [[νῆα]] OD un navire ; <i>fig.</i> γῆν καὶ νόμους SOPH ruiner sa patrie et ses lois.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκεδάννυμι]]. | |btext=<i>f.</i> [[διασκεδῶ]], <i>ao.</i> διεσκέδασα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> disperser de côté et d’autre ; <i>particul.</i> licencier une armée ; <i>Pass.</i> se disperser;<br /><b>2</b> séparer, détacher;<br /><b>3</b> disjoindre, détruire : [[νῆα]] OD un navire ; <i>fig.</i> γῆν καὶ νόμους SOPH ruiner sa patrie et ses lois.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκεδάννυμι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> sólo pres., para otros temas v. [[διασκίδνημι]]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de abstr. [[disipar]], [[hacer desaparecer]] ὁ [[ἄνεμος]] αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ... ἐκ τοῦ σώματος διαφυσᾷ καὶ διασκεδάννυσιν Pl.<i>Phd</i>.77e.<br /><b class="num">2</b> [[difundir]] en v. pas. διασκεδάννυταί τε ὑπ' αὐτῶν φήμη ὡς ... Hdn.7.6.9.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas. [[dispersarse]] διασκεδαννύαται [[ἄλλοι]] [[ἄλλοσε]] Eus.Mynd.63, (ἡ θερμότης) διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν [[ἄνω]] τόπον Arist.<i>Mete</i>.346<sup>b</sup>27. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
Att. fut.
A -σκεδῶ S.Ant.287, Ar.V.229, etc.:— scatter abroad, scatter to the winds, δούρατα Od.5.370; τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν 17.244; γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν S. l. c.; τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν Id.OC620; διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Anaxandr.58; of the wind, διεσκέδασεν αὐτὰ (sc. ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῇ Th.1.54: metaph., BGU1253.12 (ii B.C.):—Pass., Eus.Mynd.63. 2 in Hdt., τὸν στρατὸν διεσκέδασε disbanded it, 1.77, cf. 79:—Pass., 1.63, 5.15, Th.3.98, D.C. 47.38; δ. κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι Hdt.8.57 (but also of an enemy, scatter, 8.68.β). 3 disperse the soul, when it leaves the body, Pl.Phd.77e, cf. 70a, 78b. 4 in Pass., of reports, to be spread abroad, Hdn.7.6.9. 5 reject, βουλήν LXX 3 Ki.12.24.
German (Pape)
[Seite 602] (s. σκεδάννἁμι). zerstreuen, auseinander werfen; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠίων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν (σχεδίην) μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῆ; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., zerschmettern, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ νέφος ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = vernichten; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ φήμη, es verbreitet sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ ὥσπερ πνεῦμα διασκεδασθεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.
Greek (Liddell-Scott)
διασκεδάννῡμι: μέλλ. Ἀττ. -σκεδῶ Σοφ. Ἀντ. 287, Ἀριστοφ. Σφηξ. 229· (ἴδε σκεδάννυμι). Διασκορπίζω, μακράν, ῥίπτω εἰς τοὺς ἀνέμους δούρατα μακρὰ διεσκέδασ᾿ ἄλλυδις ἄλλῃ Ὀδ. Ε. 369· τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν Ρ. 244· γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν Σοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 619· διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Ἀναξανδρ. Ἀδήλ. 6· ὲπὶ τοῦ ἀνέμου, διεσκέδασεν αὐτὰ (τὰ ναυάγια) πανταχῆ Θουκ. 1. 54. 2) παρ᾿ Ἡροδ., τὸν στρατὸν διεσκέδασε, διέλυσε, 1. 77, πρβλ. 79., 8. 68· καὶ ἐν τῷ παθ., διεσκεδασμένοι 1. 63· διασκεδασθέντες 5. 15, πρβλ. 8. 57. 3) ἐξαφανίζω [τὴν ψυχήν, ἀφοῦ ἀφήσῃ τὸ σῶμα], Πλάτ. Φαίδωνι 77Β, πρβλ. 70Α, 78Β. 4) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ φημῶν, διαδίδομαι, Ἡρῳδιαν. 7. 6.
French (Bailly abrégé)
f. διασκεδῶ, ao. διεσκέδασα, etc.
1 disperser de côté et d’autre ; particul. licencier une armée ; Pass. se disperser;
2 séparer, détacher;
3 disjoindre, détruire : νῆα OD un navire ; fig. γῆν καὶ νόμους SOPH ruiner sa patrie et ses lois.
Étymologie: διά, σκεδάννυμι.
Spanish (DGE)
• Morfología: sólo pres., para otros temas v. διασκίδνημι
I tr.
1 c. ac. de abstr. disipar, hacer desaparecer ὁ ἄνεμος αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ... ἐκ τοῦ σώματος διαφυσᾷ καὶ διασκεδάννυσιν Pl.Phd.77e.
2 difundir en v. pas. διασκεδάννυταί τε ὑπ' αὐτῶν φήμη ὡς ... Hdn.7.6.9.
II intr., en v. med.-pas. dispersarse διασκεδαννύαται ἄλλοι ἄλλοσε Eus.Mynd.63, (ἡ θερμότης) διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπον Arist.Mete.346b27.