δολόω: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(SL_1) |
(big3_12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[δολόω]] <br /> <b>1</b> [[deceive]] μὴ δολωθῇς, ὦ φίλε, κέρδεσιν ἐντραπέλοις (P. 1.92) | |sltr=[[δολόω]] <br /> <b>1</b> [[deceive]] μὴ δολωθῇς, ὦ φίλε, κέρδεσιν ἐντραπέλοις (P. 1.92) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. 3<sup>a</sup> sg. δόλωσε Hes.<i>Fr</i>.33a.18, v. med. inf. δολόσαθθαι <i>ICr</i>.4.72.2.36 (Gortina V a.C.)]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[engañar]] c. ac. de dioses, pers. o anim. (δῶρα) τά μιν ... δόλωσε dones (de Posidón) que fueron para él un engaño</i> Hes.l.c., Μοίρας δολώσας E.<i>Alc</i>.12, μή σε δολώσῃ Ar.<i>Eq</i>.1067, 1081, c. dat. instrum. y ac. explícito o sobreentendido τοιούτῳ φαρμάκῳ δολώσας ἐκράτησας παιδὸς τοῦ ἐμοῦ Hdt.1.212, δολώσαντες γάμοις E.<i>IA</i> 898, βίᾳ δολώσας E.<i>Fr.Cresph</i>.66.22, cf. Opp.<i>H</i>.3.18, δολοῦν ἀπάτῃ τοὺς πολεμίους Plu.<i>Fab</i>.6, δολοῦν ὗς ἀγρίους καὶ πλέγμασι καὶ ὀρύγμασι ref. a la caza, X.<i>Cyr</i>.1.6.28, cf. Plu.2.757d, Opp.<i>H</i>.3.338, 5.100, en v. pas. Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Hes.<i>Th</i>.494, μὴ δολωθῇς ... κέρδεσιν ἐντραπέλοις Pi.<i>P</i>.1.92, αἰ δέ κα πονε͂ι δολόσαθθαι y si declara haber sido víctima de engaño</i>, <i>ICr</i>.l.c., δεύτερον δολούμεθα; S.<i>Ph</i>.1288, κατέπιε δ' αὐτὰ δολωθεὶς ὑπὸ ματρυιᾶς <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.121.102 (IV a.C.), Ζεὺς αὐτὸς ὑποσχεσίῃσι δολωθείς Zeus atrapado por sus propias promesas</i> A.R.2.948, cf. 4.456<br /><b class="num">•</b>abs. τὸ γὰρ δολῶσαι πρὸς γυναικὸς ἦν σαφῶς porque el tender la trampa era claramente cosa de mujer</i> A.<i>A</i>.1636, μὴ δολώσαντος θεοῦ A.<i>A</i>.273, τῷ παλεύειν, ὅπερ ἐστὶ δολοῦν καὶ καταβάλλειν δι' ἀπάτης Plu.2.638d.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de cosa [[desfigurar]], [[disfrazar]] ναυκλήρου τρόποις μορφὴν δολώσας disfrazando su apariencia con vestimentas de patrón de nave</i> S.<i>Ph</i>.129<br /><b class="num">•</b>[[desvirtuar]] palabras, textos, etc. μηδὲ δολοῦντες τὸν λόγον τοῦ θεοῦ 2<i>Ep.Cor</i>.4.2<br /><b class="num">•</b>de materias o elementos naturales [[adulterar]] (τὸν οἶνον) δολώσαντες καὶ κακομετροῦντες Luc.<i>Herm</i>.59, en v. pas., del incienso δολοῦται δὲ μειγνύμενον κόμμει Dsc.1.67, cf. 68, Gal.14.48, del agua, Nonn.<i>D</i>.22.81<br /><b class="num">•</b>c. ref. al color [[tintar]], [[teñir]] δολοῦν τὰ ἔρια Poll.7.169, en v. pas. δεδολωμένα δάκτυλα μίλτῳ Nonn.<i>D</i>.8.43<br /><b class="num">•</b>de monedas [[falsificar]] en v. pas. νομίσματα ... ταῖς ὕλαις δολούμενα Amph.<i>Seleuc</i>.260.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med. [[engañarse a sí mismo]] (ἡ ψυχή) ὁπόταν δὲ κακωθῇ, δολουμένη, [[ἀδιανόητος]] γίνεται Vett.Val.237.12. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
A beguile, ensnare, take by craft, A.Ag.273, 1636; φαρμάκῳ δ. Hdt.1.212; ὗς πλέγμασι δ. X.Cyr.1.6.28; δολοῦν τινὰ γάμοις beguile by the anticipation of... E.IA898 (anap.):—Med., Leg.Gort.2.36, 44:—Pass., Hes.Th.494, S.Ph.1288. II disguise, μορφήν ib. 129; adulterate incense, wine, etc., Dsc.1.81, Luc.Herm.59; alloy, Gal.14.48 (Pass.); dye, τὰ ἔρια Poll.7.169.
German (Pape)
[Seite 655] überlisten, betrügen; Hes. Th. 494; μὴ δολωθῇς κέρδεσσι Pind. P. 1, 62; Tragg., wie Μοίρας δολώσας Eur. Alc. 12; Soph. Phil. 1272; ὗς ἀγρίους πλέγμασι, d. i. fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 28; vgl. Plut. amat. 14. – Dah. = verfälschen; οἶνον Luc. Hermot. 59; ἔρια, Wolle färben, Poll. 7, 169; sonst von der Schminke. So δολῶσαι μορφήν, die Gestalt verstellen, sich verkleiden, Soph. Phil. 129.
Greek (Liddell-Scott)
δολόω: (δόλος) ἐξαπατῶ, διὰ δόλου δελεάζω, παγιδεύω, Ἡσ. Θ. 494, Αἰσχύλ. Ἀγ. 273, 1636· τὸν παῖδα φαρμάκῳ δ. Ἡρόδ. 1. 212· ὗς πλέγμασι δ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28· δολοῦν τινα γάμοις, παγιδεύω, ἀπατῶ, παγιδεύω διὰ τῆς ἐλπίδος ἢ προσδοκίας γάμου, Εὐρ. Ι. Α. 897. - Παθ., Σοφ. Φ. 1288. ΙΙ. τροποποιῶ, μετασχηματίζω, μορφὴν αὐτόθι 129· νοθεύω χρυσόν, οἶνον, κτλ., Λουκ. Ἑρμοτ. 59· βάφω, τὰ ἔρια Πολυδ. Ζ', 169.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tromper;
2 s’emparer par ruse de, acc.;
3 falsifier, changer, altérer, acc.;
4 dissimuler, déguiser, acc..
Étymologie: δόλος.
English (Slater)
δολόω
1 deceive μὴ δολωθῇς, ὦ φίλε, κέρδεσιν ἐντραπέλοις (P. 1.92)
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. 3a sg. δόλωσε Hes.Fr.33a.18, v. med. inf. δολόσαθθαι ICr.4.72.2.36 (Gortina V a.C.)]
I tr.
1 engañar c. ac. de dioses, pers. o anim. (δῶρα) τά μιν ... δόλωσε dones (de Posidón) que fueron para él un engaño Hes.l.c., Μοίρας δολώσας E.Alc.12, μή σε δολώσῃ Ar.Eq.1067, 1081, c. dat. instrum. y ac. explícito o sobreentendido τοιούτῳ φαρμάκῳ δολώσας ἐκράτησας παιδὸς τοῦ ἐμοῦ Hdt.1.212, δολώσαντες γάμοις E.IA 898, βίᾳ δολώσας E.Fr.Cresph.66.22, cf. Opp.H.3.18, δολοῦν ἀπάτῃ τοὺς πολεμίους Plu.Fab.6, δολοῦν ὗς ἀγρίους καὶ πλέγμασι καὶ ὀρύγμασι ref. a la caza, X.Cyr.1.6.28, cf. Plu.2.757d, Opp.H.3.338, 5.100, en v. pas. Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Hes.Th.494, μὴ δολωθῇς ... κέρδεσιν ἐντραπέλοις Pi.P.1.92, αἰ δέ κα πονε͂ι δολόσαθθαι y si declara haber sido víctima de engaño, ICr.l.c., δεύτερον δολούμεθα; S.Ph.1288, κατέπιε δ' αὐτὰ δολωθεὶς ὑπὸ ματρυιᾶς IG 42.121.102 (IV a.C.), Ζεὺς αὐτὸς ὑποσχεσίῃσι δολωθείς Zeus atrapado por sus propias promesas A.R.2.948, cf. 4.456
•abs. τὸ γὰρ δολῶσαι πρὸς γυναικὸς ἦν σαφῶς porque el tender la trampa era claramente cosa de mujer A.A.1636, μὴ δολώσαντος θεοῦ A.A.273, τῷ παλεύειν, ὅπερ ἐστὶ δολοῦν καὶ καταβάλλειν δι' ἀπάτης Plu.2.638d.
2 c. ac. de cosa desfigurar, disfrazar ναυκλήρου τρόποις μορφὴν δολώσας disfrazando su apariencia con vestimentas de patrón de nave S.Ph.129
•desvirtuar palabras, textos, etc. μηδὲ δολοῦντες τὸν λόγον τοῦ θεοῦ 2Ep.Cor.4.2
•de materias o elementos naturales adulterar (τὸν οἶνον) δολώσαντες καὶ κακομετροῦντες Luc.Herm.59, en v. pas., del incienso δολοῦται δὲ μειγνύμενον κόμμει Dsc.1.67, cf. 68, Gal.14.48, del agua, Nonn.D.22.81
•c. ref. al color tintar, teñir δολοῦν τὰ ἔρια Poll.7.169, en v. pas. δεδολωμένα δάκτυλα μίλτῳ Nonn.D.8.43
•de monedas falsificar en v. pas. νομίσματα ... ταῖς ὕλαις δολούμενα Amph.Seleuc.260.
II intr., en v. med. engañarse a sí mismo (ἡ ψυχή) ὁπόταν δὲ κακωθῇ, δολουμένη, ἀδιανόητος γίνεται Vett.Val.237.12.