δυσίατος: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(Bailly1_2) |
(big3_12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à guérir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἰάομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à guérir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἰάομαι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δυσίᾱτος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίητος Hp.<i>Art</i>.14, <i>Oss</i>.12<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>medic. [[difícil de curar]] κληΐς Hp.<i>Art</i>.14, (φλέψ) Hp.<i>Oss</i>.12, μασχάλαι Hp.<i>Prorrh</i>.2.11, μανίαι Gorg.B 11.17, νόσημα Pl.<i>Lg</i>.916a, τὰ στρογγύλα τῶν ἑλκῶν Arist.<i>Fr</i>.238, cf. Gal.10.169, Cass.<i>Pr</i>.1, νόσος D.S.3.33, D.H.4.69, αἱ ἐπὶ τῷ σώματι διαθέσεις Gal.9.525, τραύματα D.C.36.5.2, πληγαί Philostr.<i>Gym</i>.10<br /><b class="num">•</b>de pers. y anim., Hp.<i>Ep</i>.1, Str.15.1.43<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὰ δυσίατα las enfermedades de difícil curación</i> Heras en Gal.13.767.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícil de remediar o curar]] κακόν A.<i>A</i>.1103, Arist.<i>Pr</i>.950<sup>b</sup>22, Ph.2.304, ὀργή E.<i>Med</i>.520, cf. Pl.<i>Lg</i>.934a, χαλεπὰ καὶ δυσίατα ἢ ... ἀνίατα ἀδικήματα Pl.<i>Lg</i>.731b, cf. 854a, Arist.<i>MM</i> 1203<sup>b</sup>30, μῆνις Philostr.<i>Her</i>.70.16, τὰ τῆς ψυχῆς πάθη καὶ νοσήματα Ph.2.43, μῶμος Ph.1.558, φιλαυτία ... πάθος δ. Ph.2.58<br /><b class="num">•</b>de pers. οἱ δυσίατοι καὶ ἀνίατοι ... διὰ κολάσεως Arist.<i>EE</i> 1230<sup>b</sup>8, cf. <i>MM</i> 1204<sup>a</sup>1, δυσκάθαρτοι καὶ δυσίατοι de los nuevos ricos, Ph.2.274<br /><b class="num">•</b>[[incorregible]], [[implacable]] δ. [[ἄρα]] ἦσθα καὶ [[ἀπαραίτητος]] Them.<i>Or</i>.15.192c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[en forma difícil de curar]] τι μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273, cf. 12.340. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
Ion. δῠσ-ίητος [ι], ον,
A hard to heal, κληΐς Hp.Art.14 (Comp.), cf. Cass.Pr.1 (Comp.); κακὸν δ. an ill that none can cure, A.Ag.1103 (lyr.); ὀργή E.Med.520; νόσημα Pl.Lg.916a, cf. Ph.1.40, al.; of persons, implacable, Them.Or.15.192c. Adv. -τως, μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu heilen, unheilbar; κακόν Aesch. Ag. 1103; ὀργή Eur. Med. 520; νόσημα Plat. Legg. XI, 916 a; θυμοί 934 a; ἀδικήματα V, 731 b.
Greek (Liddell-Scott)
δυσίᾱτος: [ῑ], -ον, δυσθεράπευτος, κληῒς Ἱππ. Ἄρθρ. 790· κακὸν δ., ἀνίατον κακόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1103· ὀργὴ Εὐρ. Μηδ. 520· νόσημα Πλάτ. Νόμ. 916Α κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à guérir.
Étymologie: δυσ-, ἰάομαι.
Spanish (DGE)
(δυσίᾱτος) -ον
• Alolema(s): jón. -ίητος Hp.Art.14, Oss.12
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1medic. difícil de curar κληΐς Hp.Art.14, (φλέψ) Hp.Oss.12, μασχάλαι Hp.Prorrh.2.11, μανίαι Gorg.B 11.17, νόσημα Pl.Lg.916a, τὰ στρογγύλα τῶν ἑλκῶν Arist.Fr.238, cf. Gal.10.169, Cass.Pr.1, νόσος D.S.3.33, D.H.4.69, αἱ ἐπὶ τῷ σώματι διαθέσεις Gal.9.525, τραύματα D.C.36.5.2, πληγαί Philostr.Gym.10
•de pers. y anim., Hp.Ep.1, Str.15.1.43
•neutr. subst. τὰ δυσίατα las enfermedades de difícil curación Heras en Gal.13.767.
2 fig. difícil de remediar o curar κακόν A.A.1103, Arist.Pr.950b22, Ph.2.304, ὀργή E.Med.520, cf. Pl.Lg.934a, χαλεπὰ καὶ δυσίατα ἢ ... ἀνίατα ἀδικήματα Pl.Lg.731b, cf. 854a, Arist.MM 1203b30, μῆνις Philostr.Her.70.16, τὰ τῆς ψυχῆς πάθη καὶ νοσήματα Ph.2.43, μῶμος Ph.1.558, φιλαυτία ... πάθος δ. Ph.2.58
•de pers. οἱ δυσίατοι καὶ ἀνίατοι ... διὰ κολάσεως Arist.EE 1230b8, cf. MM 1204a1, δυσκάθαρτοι καὶ δυσίατοι de los nuevos ricos, Ph.2.274
•incorregible, implacable δ. ἄρα ἦσθα καὶ ἀπαραίτητος Them.Or.15.192c.
II adv. -ως en forma difícil de curar τι μόριον πεπονθὸς δ. Gal.18(2).273, cf. 12.340.