εἰδοποιέω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(Bailly1_2) |
(big3_13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner une forme à, modeler, acc.;<br /><b>2</b> spécifier.<br />'''Étymologie:''' [[εἰδοποιός]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner une forme à, modeler, acc.;<br /><b>2</b> spécifier.<br />'''Étymologie:''' [[εἰδοποιός]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[dar forma]], [[configurar]], [[caracterizar]] ποιότητας ... εἰδοποιεῖν ἕκαστα (μέρη) καὶ σχηματίζειν Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.148, cf. Ph.2.219, Pamph.Mon.<i>Solut</i>.2.204, τὰ εἰδοποιοῦντα τὴν τῶν Ἐμπειρικῶν αἵρεσιν lo que caracteriza la secta de los empíricos</i> Gal.1.161, οἷον αὐτὸν Εὐριπίδης ... ἐν Βάκχαις εἰδοποιήσας ἐξέφηνε ref. a una estatua de Dioniso, Callistr.8, ἡ ἑτερότης ... τοὺς ἑτερομήκεις εἰδοποιοῦσα Iambl.<i>in Nic</i>.73, τὸ ἀνείδεον Dion.Ar.<i>DN</i> 4.3, αἱ εἰδοποιοῦσαι τὸ ζῷον διαφοραί Syrian.<i>in Metaph</i>.32.27, abs. αἱ διαφοραὶ ... αἱ εἰδοποιοῦσαι las diferencias que dan una forma específica, e.e., que dan origen a especies</i> Clem.Al.<i>Strom</i>.8.6.18<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ὁ δ' ἀριθμὸς αὐτὸς τὴν ἐπ' ἄπειρον προχώρησιν εἰδοποιούμενος <i>Theol.Ar</i>.34<br /><b class="num">•</b>[[convertir en]], [[hacer semejante a]], [[asemejar]] c. ac. y giro prep. εἰς ἀνθρώπους ... ἑαυτοὺς εἰδοποιοῦσι se revisten de forma humana</i> dicho de los dioses, Hld.3.13.1, ἡμᾶς πρὸς θεὸν εἰδοποιεῖν Cyr.Al.M.76.764C, cf. Dion.Ar.<i>EH</i> 96.13.<br /><b class="num">2</b> en escritos [[describir]] εἰδοποιεῖν τὸν ἑκάστου βίον Plu.<i>Alex</i>.1.<br /><b class="num">3</b> [[rehacer]], [[reformar]] ἐπισκευάζω· τὸ ἐκ παλαιότητος εἰς νέαν κατάστασιν εἰδοποιῶ Sch.Th.1.29.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[tomar forma]], [[formarse]] οὐσίας ... καθ' ἣν ἕκαστον εἰδοποιεῖτο Ph.2.261, cf. Corn.<i>ND</i> 6, 28, Syrian.<i>in Metaph</i>.8.13, πᾶν δὲ πλήθους σύστημα ... κατὰ μονάδα εἰδοποιεῖται <i>Theol.Ar</i>.4, cf. Iambl.<i>in Nic</i>.66, εἰδοποιεῖται τὸ σῶμα ἐν τῇ μήτρᾳ τῷ τοῦ ζῴου μορφώματι el cuerpo recibe en la matriz su forma sobre el modelo de un ser vivo</i>, <i>Corp.Herm.Fr.Ox</i>.5.6, cf. Cyr.Al.M.68.1008C, Phlp.<i>in Ph</i>.580.13, εἰδοποιεῖσθαι δὲ αὐτὴν (τὴν ἀρετήν) ἐν ταῖς δυνάμεσι τῆς ψυχῆς que ésta (la virtud) toma forma específica en cada una de las potencias del alma</i> Euagr.Pont.<i>Cap.Pract</i>.98, τὸ ἀνείδεον εἰδοποιεῖται Dion.Ar.<i>EH</i> 78.13, cf. 93.17, Procl.<i>in Prm</i>.810.<br /><b class="num">2</b> [[caracterizarse por]], [[estar caracterizado por]] c. dat. εἰδοποιεῖται ὁ [[ἀνδρεῖος]] τῷ [[ἄφοβος]] εἶναι ἐν τοῖς δεινοῖς Asp.<i>in EN</i> 87.5, ταῦτα (κακά) δὲ οἷον εἴδη ἐκείνων προσθήκαις εἰδοποιούμενα Plot.1.8.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
English (LSJ)
A endue with form, εἰ. ἕκαστα καὶ σχηματίζειν Chrysipp.Stoic.2.148; τὸν βίον Plu.Alex.1; αὑτοὺς εἰς ἀνθρώπους, of the gods, Hld.3.13; ἰδέαι εἰ. ἕκαστα τῶν ὄντων Ph.2.219; characterize, αἵρεσιν Gal.1.161:—Pass., Ph.2.261, Corn.ND6, Plot.1.8.5, al., Syrian. in Metaph.8.13, etc.: c. acc., ἀριθμὸς τὴν ἐπ' ἄπειρον προχώρησιν -ούμενος fashioned into the pattern of an infinite progression, Theol.Ar.34: c. dat., to be characterized by, Asp.in EN87.5. II portray, describe, τινά Callistr.Stat.8. 2 add specific detail to, γραφήν Str.15.1.14 (prob.).
German (Pape)
[Seite 723] ein Bild von Etwas machen, abbilden, darstellen; καὶ σχηματίζειν, τὸν βίον, Plut. Alex 1; a. Sp.; – αἱ εἰδοποιοῦσαι διαφοραί, die specifischen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδοποιέω: δίδω εἴς τι μορφήν, ἀπεικονίζω, παριστῶ ὡς ἐν εἰκόνι, εἰδοποιεῖν τὸν ἑκάστου βίον Πλουτ. Ἀλέξ. 1, Ἡλιόδ. 3. 13, κτλ.· παρομοιάζω, εἰδ. τινα πρός τινα Κύριλλ.· - αἱ εἰδοποιοῦσαι διαφοραὶ = αἱ εἰδοποιοί, Κλήμ. Ἀλ. 925.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 donner une forme à, modeler, acc.;
2 spécifier.
Étymologie: εἰδοποιός.
Spanish (DGE)
I tr.
1 dar forma, configurar, caracterizar ποιότητας ... εἰδοποιεῖν ἕκαστα (μέρη) καὶ σχηματίζειν Chrysipp.Stoic.2.148, cf. Ph.2.219, Pamph.Mon.Solut.2.204, τὰ εἰδοποιοῦντα τὴν τῶν Ἐμπειρικῶν αἵρεσιν lo que caracteriza la secta de los empíricos Gal.1.161, οἷον αὐτὸν Εὐριπίδης ... ἐν Βάκχαις εἰδοποιήσας ἐξέφηνε ref. a una estatua de Dioniso, Callistr.8, ἡ ἑτερότης ... τοὺς ἑτερομήκεις εἰδοποιοῦσα Iambl.in Nic.73, τὸ ἀνείδεον Dion.Ar.DN 4.3, αἱ εἰδοποιοῦσαι τὸ ζῷον διαφοραί Syrian.in Metaph.32.27, abs. αἱ διαφοραὶ ... αἱ εἰδοποιοῦσαι las diferencias que dan una forma específica, e.e., que dan origen a especies Clem.Al.Strom.8.6.18
•en v. med. mismo sent. ὁ δ' ἀριθμὸς αὐτὸς τὴν ἐπ' ἄπειρον προχώρησιν εἰδοποιούμενος Theol.Ar.34
•convertir en, hacer semejante a, asemejar c. ac. y giro prep. εἰς ἀνθρώπους ... ἑαυτοὺς εἰδοποιοῦσι se revisten de forma humana dicho de los dioses, Hld.3.13.1, ἡμᾶς πρὸς θεὸν εἰδοποιεῖν Cyr.Al.M.76.764C, cf. Dion.Ar.EH 96.13.
2 en escritos describir εἰδοποιεῖν τὸν ἑκάστου βίον Plu.Alex.1.
3 rehacer, reformar ἐπισκευάζω· τὸ ἐκ παλαιότητος εἰς νέαν κατάστασιν εἰδοποιῶ Sch.Th.1.29.
II intr., en v. med.-pas.
1 tomar forma, formarse οὐσίας ... καθ' ἣν ἕκαστον εἰδοποιεῖτο Ph.2.261, cf. Corn.ND 6, 28, Syrian.in Metaph.8.13, πᾶν δὲ πλήθους σύστημα ... κατὰ μονάδα εἰδοποιεῖται Theol.Ar.4, cf. Iambl.in Nic.66, εἰδοποιεῖται τὸ σῶμα ἐν τῇ μήτρᾳ τῷ τοῦ ζῴου μορφώματι el cuerpo recibe en la matriz su forma sobre el modelo de un ser vivo, Corp.Herm.Fr.Ox.5.6, cf. Cyr.Al.M.68.1008C, Phlp.in Ph.580.13, εἰδοποιεῖσθαι δὲ αὐτὴν (τὴν ἀρετήν) ἐν ταῖς δυνάμεσι τῆς ψυχῆς que ésta (la virtud) toma forma específica en cada una de las potencias del alma Euagr.Pont.Cap.Pract.98, τὸ ἀνείδεον εἰδοποιεῖται Dion.Ar.EH 78.13, cf. 93.17, Procl.in Prm.810.
2 caracterizarse por, estar caracterizado por c. dat. εἰδοποιεῖται ὁ ἀνδρεῖος τῷ ἄφοβος εἶναι ἐν τοῖς δεινοῖς Asp.in EN 87.5, ταῦτα (κακά) δὲ οἷον εἴδη ἐκείνων προσθήκαις εἰδοποιούμενα Plot.1.8.5.