ἐμπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_2)
(big3_14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐνεπετάννυον;<br /><b>1</b> déployer, étendre sur;<br /><b>2</b> couvrir en déployant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πετάννυμι]].
|btext=<i>impf.</i> ἐνεπετάννυον;<br /><b>1</b> déployer, étendre sur;<br /><b>2</b> couvrir en déployant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πετάννυμι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[desplegar]], [[extender]] βύρσας νεοδόρους βοῶν I.<i>BI</i> 3.173, en v. pas. (διατόναια) ἐφ' ὧν αὐλαῖαι ... ἐνεπετάννυντο rieles sobre los que se desplegaban cortinajes</i> Callix.1 (p.165.3), τὸ κάλυμμα ... ἐμπετασθέν Str.3.4.16<br /><b class="num">•</b>fig. οὐδὲ ποτέ σφιν ἐμπετάσει λάθαν ὁ ... αἰών <i>Hymn.Is</i>.22 (Andros).<br /><b class="num">2</b> c. dat. instrum. [[cubrir]], [[recubrir]] ὀθόνῃ τὰ ὄμματά μου ἐμπετάσαντες Luc.<i>Asin</i>.42, en v. pas. τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι muros recubiertos con tapices teñidos de púrpura y bordados en oro</i> Socr.Rhod.1.
}}
}}

Revision as of 12:28, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπετάννῡμι Medium diacritics: ἐμπετάννυμι Low diacritics: εμπετάννυμι Capitals: ΕΜΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: empetánnymi Transliteration B: empetannymi Transliteration C: empetannymi Beta Code: e)mpeta/nnumi

English (LSJ)

or ἐμπεταννύω, fut. -πετάσω (v. infr.),

   A to unfold and spread in or on, X.Cyr.1.6.40, J.BJ3.7.10: metaph., σφιν ἐμπετάσει λάθαν will spread oblivion, Hymn.Is.22:—Pass., to be spread, ἐπί τινος Callix.1.    II in Pass., ἐ. ὕφεσι to be hung about with cloths, Socr.Rhod.1.

German (Pape)

[Seite 812] (s. πετάννυμι), darin, darüber ausbreiten; ἔν τινι, τὰ δίκτυα, Xen. Cyr. 1, 6, 40; οἱ τοῖχοι διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι , mit Tapeten behangen, bei Ath. IV, 147 f; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπετάννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -πετάσω, κρεμῶ, ἐκτείνω ὁλόγυρα, ἐν τούτοις δίκτυα δυσόρατα ἐνεπετάννυες ἂν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· μεταφ., σφιν ἐμπετάσει λάθαν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 22. - Παθ., κρέμαμαι, αὐλαῖαι... ἁλουργεῖς ἐνεπετάννυντο Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 206Α. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἦσαν δὲ... οἱ τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι, κεκαλυμμένοι μὲ κρεμαστὰ ἁλουργῆ καὶ διάχρυσα ὑφάσματα, Σωκράτης ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 147F.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐνεπετάννυον;
1 déployer, étendre sur;
2 couvrir en déployant.
Étymologie: ἐν, πετάννυμι.

Spanish (DGE)

1 desplegar, extender βύρσας νεοδόρους βοῶν I.BI 3.173, en v. pas. (διατόναια) ἐφ' ὧν αὐλαῖαι ... ἐνεπετάννυντο rieles sobre los que se desplegaban cortinajes Callix.1 (p.165.3), τὸ κάλυμμα ... ἐμπετασθέν Str.3.4.16
fig. οὐδὲ ποτέ σφιν ἐμπετάσει λάθαν ὁ ... αἰών Hymn.Is.22 (Andros).
2 c. dat. instrum. cubrir, recubrir ὀθόνῃ τὰ ὄμματά μου ἐμπετάσαντες Luc.Asin.42, en v. pas. τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι muros recubiertos con tapices teñidos de púrpura y bordados en oro Socr.Rhod.1.