εὐώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(SL_1)
(eksahir)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὐώδης]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sweet]] [[smelling]] εὐώδεος ἐξ ἀδύτου (O. 7.32) δένδρεά τ' [[οὐκ]] ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις [[ἄνθος]] εὐῶδες φέρειν πλούτῳ [[ἴσον]] (N. 11.41)
|sltr=[[εὐώδης]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sweet]] [[smelling]] εὐώδεος ἐξ ἀδύτου (O. 7.32) δένδρεά τ' [[οὐκ]] ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις [[ἄνθος]] εὐῶδες φέρειν πλούτῳ [[ἴσον]] (N. 11.41)
}}
{{eles
|esgtx=[[oloroso]]
}}
}}

Revision as of 10:30, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐώδης Medium diacritics: εὐώδης Low diacritics: ευώδης Capitals: ΕΥΩΔΗΣ
Transliteration A: euṓdēs Transliteration B: euōdēs Transliteration C: evodis Beta Code: eu)w/dhs

English (LSJ)

ες, (ὄδωδα)

   A sweetsmelling, fragrant, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Il.3.382; ἔλαιον Od.2.339; κυπάρισσος 5.64: Comp. -έστερος Pl.Hp.Ma.290e, Arist.Pr.877b25: Sup. -έστατος Hdt.3.112; ἄδυτον Pi.O.7.32, cf. B.13.40, etc.; ὀδόντες Hp.Mul.2.185; opp. δυσώδης, Arist.de An.421b23; εὐῶδες ὄζειν Id.Pr.906b14; of wines, having a bouquet, PTeb.120.62 (i B. C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1111] ες, wohlriechend, angenehm duftend, θάλαμος Il. 3, 382, κυπάρισσος Od. 5, 64, ἔλαιον 2, 339; ἄνθος, ἄδυτον Pind. N. 11, 41 Ol. 7, 32; ἐλαίας καρπός Aesch. Pers. 609, φλόξ Ag. 583; κῆποι Ar. Av. 1067; sp. D., wie in Prosa, τόπος Plat. Conv. 196 b; εὐωδέστατος Phaedr. 230 b; – τὸ εὐῶδες, = εὐωδία, Plut. Symp. 4, 1, 3. – Ueber die Betonung vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 254.

Greek (Liddell-Scott)

εὐώδης: -ες, (ὄζω, ὄδωδα) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, εὔοσμος, πλήρης εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ δυσώδης, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες ἔλαιον Ὀδ. Β. 339· εὐώδης κυπάρισσος Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = εὐωδία, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui exhale une odeur agréable, odoriférant;
Cp. εὐωδέστερος, Sp. εὐωδέστατος.
Étymologie: εὖ, ὄζω.

English (Autenrieth)

ες (ὄζω, ὄδωδα): sweetsmelling, fragrant.

English (Slater)

εὐώδης
   1 sweet smelling εὐώδεος ἐξ ἀδύτου (O. 7.32) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον (N. 11.41)

Spanish

oloroso