μυρσίνη: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(Bailly1_3)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μυρρίνη]].
|btext=<i>c.</i> [[μυρρίνη]].
}}
{{eles
|esgtx=[[mirto]]
}}
}}

Revision as of 10:31, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρσῐνη Medium diacritics: μυρσίνη Low diacritics: μυρσίνη Capitals: ΜΥΡΣΙΝΗ
Transliteration A: myrsínē Transliteration B: myrsinē Transliteration C: myrsini Beta Code: mursi/nh

English (LSJ)

[ῐ], Att. μυρρίνη IG12.313.150, 22.949.18, 1235.14, Thphr.HP1.14.4, etc.: ἡ:—

   A myrtle, Myrtus communis, Archil.29, Lysipp.9, Alex.98.25, Arist.HA627b18; μυρσίνας στέφανος Pi.I.8(7).74, cf. IG ll. cc.; μυρσίνης φόβη E.Alc.172.    2 μ. ἀγρία Butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144.    II myrtle-branch, Hdt.1.132, 8.99, al., Apolloph.5.2.    2 myrtle-wreath, Pherecr.108.25, Ar.V.861, Nu.1364, etc.; cf. σκόλιον.    3 in pl., the myrtle-wreath-market, ἐν ταῖς μ. Id.Th.448.    III v. μύρσινος 11.2.

German (Pape)

[Seite 221] ἡ, = μυῤῥίνη; μυρσίνας στέφανον, Pind. I. 7, 67; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; δρέπων τερείνης μυρσίνης κάρᾳ πλόκους, El. 778; Anacr. 30, 1, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

μυρσίνη: [ῐ], μεταγεν. Ἀττ. μυρρίνη, ἡ, «μυρτιά», Ἀρχίλ. 25, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58˙ μυρσίνης στέφανος Πινδ. Ι. 8 (7). 147, Εὐρ. Ἄλκ. 172. ΙΙ. κλάδος μυρσίνης, Ἡρόδ. 1. 132., 8. 99, κ. ἀλλ.˙ ἢ στέφανος ἐκ μυρσίνης, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 25, Ἀριστ. Σφ. 861, Νεφ. 1364, κτλ.˙ πρβλ. σκόλιον. 2) μυιοσόβιον (μυαστῆρι) ἐκ κλάδου μυρσίνης, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 59. 3) ἐν τῷ πληθ., ἡ ἀγορὰ τῶν ἐκ κλάδων μυρσίνης στεφάνων, ἐν ταῖς μ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 448˙ πρβλ. μύρον 2.

French (Bailly abrégé)

c. μυρρίνη.

Spanish

mirto