τετραίνω: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(eksahir) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(cf. [[τείρω]]), aor. [[τέτρηνε]]: [[pierce]] [[with]] holes, [[perforate]], [[bore]]. | |auten=(cf. [[τείρω]]), aor. [[τέτρηνε]]: [[pierce]] [[with]] holes, [[perforate]], [[bore]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[perforar]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
(pres. in compd.
A συν- A.Ch.451 (lyr.), Hdt.2.11); fut. τετρᾰνῶ Kourouniotes Ἐλευσινιακά i 190 (iv B.C.); Ion. fut. τετρᾰνέω (δια-) Hdt.3.12: Ep. aor. τέτρηνα, the only tense used by Hom.; Att. inf. τετρᾶναι IG12.372E8, 22.1678a A5; part. ἐν-τετράνας ib. 1665.18, 1672.176:—Med., aor. ἐτετρηνάμην Gal.UP15.6, (δι-) Ar. Th.18:—Pass., aor. ἐτετράνθην Lyc.781, AP (v. infr.). Other tenses are formed from stem τρη- (never τρᾱ-), fut. τρήσω Lyc.665: aor. ἔτρησα Hp.Morb.2.28, LXX 4 Ki.12.9, IG7.3073.71 (Lebad., ii B.C.), etc., (συν-) Pl.Ti.91a, etc.:—Med., aor. ἐτρησάμην (δι-) Gal.4.708:— Pass., aor. ἐτρήθην Gp.5.33.7, (ἀν-) Trypho ap.Ath.4.182e: pf. τέτρημαι (v. infr.): plpf. 3pl. τετρήατο Emp.84.9. A pres. τιτραίνω occurs in Thphr.HP5.4.5 (Pass.), with an aor. ἐτίτρᾱνα ib.2.7.6, 5.4.5: 3pl. im pf. Pass. τετρήνοντο in Call.Dian.244 is f.l. for τετρήναντο or τετραίνοντο, and τετρήνεται in Hp.Nat.Puer.17 f.l. for τετραίν-. The pres. τιτράω first in Pass. τιτρᾶται Hero Spir.2.35, Dsc.5.75, Hsch.; 2sg. pres. imper. Act. τίτρα PHolm.4.40: the pres. τίτρημι first in 3sg. pres. κατα-τίτρησι Gal.13.937; pres. part. nom. sg. fem. τιτρᾶσα Id.UP16.6; nom. pl. δια-τιτράντεα D.C.69.12. The compds. with διά and σύν are more used than the simple Verb; cf. also those with κατά, ἀνά, ἐν, and ἐκ:—bore through, pierce, perforate, ποδῶν τέτρηνε τένοντε Il.22.396; τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ Od.23.198, cf. 5.247:—Pass., πυκιναῖς τέτρηνται ἄλοξιν Emp.100.3; λίθος τετρημένος Hdt.2.96; ὁ οὐρανὸς τέτρηται has holes in it, Id.4.158; τέτρηται δικτύου πλέον (Ahrens for τέτρωται) A.Ag.868; τέτρηνται, of the urinary passage, v.l. in Hp.Aër.9; ὥσπερ κόσκινον τέτρηται Ar.Fr.480; ὁ τετρημένος πίθος, v. πίθος 1.2; [Χάσμα] δι' ὅλης τῆς γῆς τετρημένον Pl.Phd.11 2a; κοιλίαι εἰς τὸν πλεύμονα τετρ. Arist.HA 496a22; τετρανθεὶς αὐλός AP6.296 (Leon.). (Cf. τέρετρον, τερηδών.)
German (Pape)
[Seite 1097] verstärkte Form von τραω, τιτράω, dem sie im praes. von den Attikern vorgezogen wird, bohren, durchbohren; aor. ἐτέτρηνα, Il. 22, 396 Od. 5, 247. 23, 198; sp. D.; ἐπ' ὄρτυγι τετρανθεὶς αὐλός, Leon. Tar. 12 (VI, 296).
Greek (Liddell-Scott)
τετραίνω: Ἰων. μέλλ. τετρᾰνέω (δια-) Ἡρόδ. 3. 12· Ἐπικ. ἀόρ. τέτρηνα, ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. τύπος. - Μέσ., ἀόρ. ἐτετρηνάμην (δι-) Ἀριστοφάν. Θεσμ. 18. - Παθητ., ἀόρ. ἐτετράνθην Λυκόφρ. 781, Ἀνθ. (ἴδε κατωτ.). Ἕτεροι χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ *τράω, μέλλ. τρήσω Λυκόφρ. 665· ἀόρ. ἔτρησα Ἱππ. 471. 2, κλπ., (συν-) Πλάτ., κλπ. - Μέσ., ἀόριστ. ἐτρησάμην Γαλην. 4. 708. - Παθ., ἀόρ. ἐτρήθην Γεωπ., (ἀν-) Ἀθήν. 182Ε· πρκμ. τέτρημαι ἴδε κατωτ. - Ἕτερος ἐνεστὼς τιτραίνω ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ., μετ’ ἀορ. ἐτίτρᾱνα ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6 κ. ἑξ., 5. 4, 5 (ἔνθα ἀναγνωστέον ἐτέτρᾱνα)· τὸ γ΄ πληθ. παθ. παρατ. τετρήνοντο παρὰ Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 244, εἶναι πιθ. πλημμ. γραφ. ἀντὶ τετρήναντο ἢ τετραίνοντο· καὶ τὸ τετρήνεται παρ’ Ἱπποκρ. 238, 21 πλημμ. γραφ. ἀντὶ τετραιν-. Ὁ ἐνεστ. τιτράω πρῶτον παρὰ τῷ Διοσκ. 5. 77, 85, Φώτ. Μετοχ. διατιτράντες (οἱονεὶ ἐξ ὁριστ. -τίτρημι) Δίων Κ. 69. 12. Παθ. τίτραμαι Ὀρειβάσ. (Ἐκ τῆς √ ΤΕΡ, ἴδε ἐν λ. τείρω). Καθόλου εἰπεῖν, τὰ σύνθετα μετὰ τῆς διὰ καὶ σὺν εἶναι συνηθέστερα τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος, πρβλ. ὡσαύτως καὶ τὰ σύνθετα μετὰ τῶν προθέσ. κατὰ καὶ ἐκ. Τρυπῶ, διατρυπῶ, ποδῶν τέτρηνε τένοντε Ἰλ. Χ. 396· τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ Ὀδ. Ψ. 198, πρβλ. Ε. 247. - Παθητ., πυκιναῖς τέτρηνται ἄλοξιν Ἐμπεδ. 345· λίθος τετρημένος Ἡρόδ. 2. 96· ὁ οὐρανὸς τέτρηται, ἔχει ὀπάς, ὁ αὐτ. 4. 158· τέτρηται δικτύου πλέον (οὕτως ὁ Ahr. ἀντὶ τέτρωται) Αἰσχύλ. Ἀγ. 868· τέτρητα, ἐπὶ τοῦ οὐρητῆρος ἀγωγοῦ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286· ὥσπερ κόσκινον τέτρηται Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 404· ὁ τετρημένος πίθος, ἴδε ἐν λέξ. πίθος Ι. 2· χάσμα... δι’ ὅλης τῆς γῆς τετρ. Πλάτ. Φαίδων 112Α· κοιλίαι εἰς τὸν πλεύμονα τετρη. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 17, 4· τετρανθεὶς αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 296. - Ἴδε Κόντου Παντοῖα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΖ΄, σελ. 273-4.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. ἐτέτρηνα, postér. ἐτέτρανα;
Pass. ao. ἐτετράνθην, pf. τέτρημαι;
percer.
Étymologie: cf. τιτράω.
English (Autenrieth)
(cf. τείρω), aor. τέτρηνε: pierce with holes, perforate, bore.