καταλλαγή: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />réconciliation.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />réconciliation.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[καταλλάσσω]]; [[exchange]] ([[figuratively]], [[adjustment]]), i.e. [[restoration]] to (the [[divine]]) favor: [[atonement]], [[reconciliation]](-ing). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:49, 25 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A exchange, esp. of money, Arist.Oec.1346b24, PHib.1.100.4 (iii B. C.). 2 money-changer's profit, agio, D.50.30, Diph.66.14, Euphro 3.4. 3 freight, merchandise, metaph., [ἀραὶ] βαρεῖαι κ.A.Th.767 (lyr.). 4 change, difference, Phld.Mus.p.74 K. II change from enmity to friendship, reconciliation, καταλλαγὰς ποιεῖσθαι πρός τινας D.1.4; κ. πολέμου Ar.Av.1588. 2 reconciliation of sinners with God, 2 Ep.Cor.5.18; κόσμου Ep.Rom.11.15.
German (Pape)
[Seite 1360] ἡ, 1) der Austausch, die Auswechselung, bes. beim Geldwechseln das Aufgeld, der Gewinn des Geldwechslers; Dem. 50, 36; Diphil. bei Ath. VI, 225 b, vgl. XI, 503 a. – 2) die Ausgleichung, Aussöhnung; Aesch. Spt. 749; πολέμου Ar. Av. 1588; Sp., wie N. T., = Versöhnung.
Greek (Liddell-Scott)
καταλλᾰγή: ἀλλαγή, ἰδίως χρημάτων, νομισμάτων, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 4, 3 ὡσαύτως τοῦ ἀργυραμοιβοῦ ἢ τραπεζίτου τὸ κέρδος ἐπὶ τῇ ἀλλαγῇ νομισμάτων (Ἰταλ. campio), Δημ. 1216. 18· ἐάν τἀργύριον αὐτῷ καταβάλῃς, ἐπράξατο Αἰγιναῖον· ἄν δ’αὐτὸν δέῃ κέρματα ἀποδοῦναι προσαπέδωκεν Ἀττικά. κατ’ ἀμφότερα δὲ τὴν καταλλαγὴν ἔχει Δίφιλ. ἐν «Πολυπρ.» 1. 14, Εὔφρων ἐν «Ἀποδοδ.»1. 4· πρβλ. ἐπικαταλλαγή. ΙΙ. μεταλλαγὴ ἀπὸ ἔχθρας εἰς φιλίαν, συνδιαλλαγή, συμφιλίωσις, Αἰσχύλ. Θήβ. 767· καταλλαγὰς ποιεῖσθαι πρός τινας= καταλλάττεσθαι Δημ. 10. 15· ὡσαύτως, κ. πολέμου Ἀριστοφ. Ὄρν. 1588· πρβλ. διαλλαγή. 2) διαλλαγὴ τῶν ἁμαρτωλῶν μετὰ τῶν Θεῶν, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 9. 2) παρ’ Ἐκκλ., συγχώρησις, ἄφεσις.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
réconciliation.
Étymologie: καταλλάσσω.
English (Strong)
from καταλλάσσω; exchange (figuratively, adjustment), i.e. restoration to (the divine) favor: atonement, reconciliation(-ing).