ἀποστεγάζω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(big3_6) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[descubrir]] ἀπεστέγασεν δέ οἱ αὐγάς de la luna, Emp.B 42.1, πυκινὸν ῥόον Emp.B 100.14, τὸ τρῆμα Sotad.2.<br /><b class="num">2</b> [[levantar el techo]], [[destechar]] τὸν νεών Str.8.3.30, τὸ ἱερὸν ἀποστεγάζεσθαι Str.4.4.6, διὰ τὸν ὄχλον ἀπεστέγασαν τὴν στέγην <i>Eu.Marc</i>.2.4, en v. pas. τὴν οἰκίαν ... ἀποστεγασθῆναι Artem.2.36 (p.165), ἡ (στοά) ἀπεστέγασται μὲν ὅλη el (pórtico) está destechado todo</i>, <i>IG</i> 12(3).325.30 (Tera II d.C.).<br /><b class="num">II</b> [[recubrir]] ἐὰν ... καθεὶς εἰς τὸ φρέαρ ἀποστεγάσῃ (σικύους ἢ κολοκύνθας) Arist.<i>Pr</i>.924<sup>a</sup>37, cf. Thphr.<i>CP</i> 5.6.5. | |dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[descubrir]] ἀπεστέγασεν δέ οἱ αὐγάς de la luna, Emp.B 42.1, πυκινὸν ῥόον Emp.B 100.14, τὸ τρῆμα Sotad.2.<br /><b class="num">2</b> [[levantar el techo]], [[destechar]] τὸν νεών Str.8.3.30, τὸ ἱερὸν ἀποστεγάζεσθαι Str.4.4.6, διὰ τὸν ὄχλον ἀπεστέγασαν τὴν στέγην <i>Eu.Marc</i>.2.4, en v. pas. τὴν οἰκίαν ... ἀποστεγασθῆναι Artem.2.36 (p.165), ἡ (στοά) ἀπεστέγασται μὲν ὅλη el (pórtico) está destechado todo</i>, <i>IG</i> 12(3).325.30 (Tera II d.C.).<br /><b class="num">II</b> [[recubrir]] ἐὰν ... καθεὶς εἰς τὸ φρέαρ ἀποστεγάσῃ (σικύους ἢ κολοκύνθας) Arist.<i>Pr</i>.924<sup>a</sup>37, cf. Thphr.<i>CP</i> 5.6.5. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[ἀπό]] and a derivative of [[στέγη]]; to [[unroof]]: [[uncover]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:51, 25 August 2017
English (LSJ)
A uncover, πυκινὸν ῥόον Emp.100.14(prob. in 42.1); ἀ. τὸν νεών unroof it, Str.8.3.30, cf. 4.4.6 (Pass.), IG12(3).325.30 (Thera, ii A.D., Pass.); ἀ. τὸ τρῆμα open it, Sotad.2. 2 take off a covering, τὴν στέγην Ev.Marc.2.4. II = ἀποστέγω 1, cover closely, Thphr.CP5.6.5, Arist.Pr.924a37.
German (Pape)
[Seite 326] 1) abdecken, das Dach abtragen, Strab.; N. T.; öffnen, τρῆμα Sotad. bei Ath. XIV, 621 b. – 2) überdecken, theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστεγάζω: ἀποκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», πυκινὸν ῥόον Ἐμπεδ. 356, ὡσαύτως Ἀριστ. Πρβλ. 20. 14, 1· ἀπ. τὸ ἱερόν, ἀφαιρῶ τὴν στέγην αὐτοῦ, Στράβ. 198· ἀπ. τὸ τρῆμα, ἀνοίγω αὐτό, Σωτάδ. Μαρωνίτης παρ’ Ἀθην. 621Β., ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 4. ΙΙ. = ἀποστέγω Ι, στεγάζω καλῶς, σκεπάζω, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 6, 5.
French (Bailly abrégé)
1 ôter le toit, découvrir ; ouvrir;
2 recouvrir.
Étymologie: ἀπό, στεγάζω.
Spanish (DGE)
I 1descubrir ἀπεστέγασεν δέ οἱ αὐγάς de la luna, Emp.B 42.1, πυκινὸν ῥόον Emp.B 100.14, τὸ τρῆμα Sotad.2.
2 levantar el techo, destechar τὸν νεών Str.8.3.30, τὸ ἱερὸν ἀποστεγάζεσθαι Str.4.4.6, διὰ τὸν ὄχλον ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Eu.Marc.2.4, en v. pas. τὴν οἰκίαν ... ἀποστεγασθῆναι Artem.2.36 (p.165), ἡ (στοά) ἀπεστέγασται μὲν ὅλη el (pórtico) está destechado todo, IG 12(3).325.30 (Tera II d.C.).
II recubrir ἐὰν ... καθεὶς εἰς τὸ φρέαρ ἀποστεγάσῃ (σικύους ἢ κολοκύνθας) Arist.Pr.924a37, cf. Thphr.CP 5.6.5.