λογικός: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(Bailly1_3) |
(strοng) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui sert à la parole : λογικὰ μέρη PLUT les organes de la parole;<br /><b>II.</b> qui concerne le raisonnement :<br /><b>1</b> raisonnable, doué de raison;<br /><b>2</b> qui convient au raisonnement : λογικοὶ συλλογισμοί ARSTT syllogismes logiques <i>p. opp. aux</i> συλλογισμοὶ ῥητορικοί ; ἡ λογική ([[τέχνη]]) la science du raisonnement, la logique.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui sert à la parole : λογικὰ μέρη PLUT les organes de la parole;<br /><b>II.</b> qui concerne le raisonnement :<br /><b>1</b> raisonnable, doué de raison;<br /><b>2</b> qui convient au raisonnement : λογικοὶ συλλογισμοί ARSTT syllogismes logiques <i>p. opp. aux</i> συλλογισμοὶ ῥητορικοί ; ἡ λογική ([[τέχνη]]) la science du raisonnement, la logique.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[λόγος]]; [[rational]] ("[[logical]]"): [[reasonable]], of the [[word]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 25 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (λόγος)
A of or for speaking or speech, μέρη λ. the organs of speech, Plu.Cor.38: λογική, ἡ, speech, opp. μουσική, D.H. Comp. 11; λ. φαντασία expressed in speech, Stoic.2.61. 2 of or in eloquence, ἀγῶνες Philostr.VS1.22.1; ἀκροάσεις λ. καὶ ὀργανικαί Supp.Epigr.2.184.6 (Tanagra, ii B.C.). 3 suited for prose, ὁ ἡρῷος σεμνὸς καὶ οὐ λ. Demetr.Eloc.42; τὸ λ., opp. τὸ μεγαλοπρεπές, ib.41; of persons, writing in prose, D.L.5.85; ἐγκώμιον λ. in prose, IG9(2).531.43 (Thess.). II possessed of reason, intellectual, μέρος Ti.Locr.99e, al.; τὸ λ. ζῷον Chrysipp.Stoic.3.95; ἀρεταὶ λ., = διανοητικαί, opp. ἠθικαί, Arist.EN1108b9. 2 dialectical, argumentative, οἱ λ. διάλογοι of Plato, such as the Theaetetus and Cratylus, D.L.3.58; in Arist. usu. like διαλεκτικός, λ. συλλογισμός APo.93a15, cf. Top.162b27; διὰ λογικωτέρων καὶ ἀκριβεστέρων λόγων more abstract, Metaph. 1080a10; λ. δυσχέρειαι ib.1005b22; λ. ἀπόδειξις GA747b28; but also, logical, λ. συλλογισμοί, opp. ῥητορικοί, Rh.1355a13. Adv. -κῶς dialectically, Metaph. 1029b13, APo.84a7, 88a19; φυσικῶς καὶ λ. GC316a11: Comp. -ώτερον Cael.275b12. b Subst., ἡ λογική (sc. τέχνη) logic, Cic.Fin.1.7.22; also τὰ λογικά Id.Tusc.4.14.33; περὶ λογικῶν title of work, Democr.10b; τὸ λ., opp. τὸ φυσικόν, τὸ ἠθικόν, Zeno Stoic. 1.15, etc. 3 of the 'dogmatic' school of physicians, ἡ λ. αἵρεσις Gal.Sect.Intr.1.
Greek (Liddell-Scott)
λογῐκός: -ή, -όν, (λόγος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν λόγον, μέρη λ., τὰ ὄργανα τοῦ λόγου, Πλουτ. Κορ. 38· ἐπὶ προσώπων, ὁ λόγῳ χρώμενος, λαλητικός, Γρηγ. π. ἀνθρώπου. 2) εἰς εὐγλωττίαν ἀνήκων ἢ περὶ εὐγλωττίας, ἀγῶνες Φιλόστρ. 522. 3) ἁρμόζων εἰς τὸν πεζὸν λόγον, ὁ ἡρῷος σεμνὸς καὶ οὐ λ. Δημ. Φαλ. 42· - ἐπὶ προσώπων, ὁ γράφων ἐν πεζῷ λόγω, Διογ. Λ. 5. 85· λογική, πεζὸς λόγος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν μουσικήν, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 11. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὀρθὸν λόγον, κρίσιν, κτλ., λογικός, Τίμ. Λοκρ. 99E, κ. ἀλλ.· ζῷον λ. Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450D· ἀρεταὶ λ. = διανοητικαί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἠθικαί, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 16. 2) λογικός, εὔλογος, Πολύβ. 25. 9, 2. 3) ἁρμόδιος εἰς λογικὴν σκέψιν ἢ συζήτησιν, οἱ λ. διάλογοι, τοῦ Πλάτωνος, οἷοι ὁ Θεαίτητος καὶ ὁ Κρατύλος, Διογ. Λ. 3. 57· ὁ Ἀριστ. ἐνίοτε μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πολὺ ὁμοίως τῷ διαλεκτικός, ἴδε Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 8, 3, Τοπ. 8. 12, 5· ἀλλ’ ἐνίοτε πάλιν ἐπὶ τῆς ἀκριβοῦς σημασίας τοῦ «λογικός», λ. συλλογισμοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ῥητορικούς, Ρητ. 1. 1, 11· διὰ λογικωτέρων καὶ ἀκριβεστέρων λόγων Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 5, 7· λ. δυσχέρειαι αὐτόθι 3. 3, 9· λ. ἀπόδειξις π. Ζ. Γεν. 2. 8, 9· - οὕτω καὶ ἐπίρρ., λογικῶς, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 13, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 21, ἐν τέλ., πρβλ. 2. 8, 3· φυσικῶς καὶ λ. περὶ Γενέσ. κ. Φθορ. 1. 2, 11· συγκρ. λογικώτερον, π. Οὐρ. 1. 7, 15· - ἡ λογικὴ (δηλ. τέχνη) πρῶτον παρὰ Κικ. ἐν Fin. 1. 7, Tusc. 4. 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. qui sert à la parole : λογικὰ μέρη PLUT les organes de la parole;
II. qui concerne le raisonnement :
1 raisonnable, doué de raison;
2 qui convient au raisonnement : λογικοὶ συλλογισμοί ARSTT syllogismes logiques p. opp. aux συλλογισμοὶ ῥητορικοί ; ἡ λογική (τέχνη) la science du raisonnement, la logique.
Étymologie: λόγος.
English (Strong)
from λόγος; rational ("logical"): reasonable, of the word.