ὄρθριος: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />matinal, qui se fait <i>ou</i> qui agit de grand matin ; τὸ ὄρθριον HDT le point du jour.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρθρος]]. | |btext=α, ον :<br />matinal, qui se fait <i>ou</i> qui agit de grand matin ; τὸ ὄρθριον HDT le point du jour.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρθρος]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[ὄρθρος]]; in the [[dawn]], i.e. up at [[day-break]]: [[early]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 25 August 2017
English (LSJ)
α, ον, (ὄρθρος)
A at daybreak, in the morning, early, mostly with Verbs of motion, so as to agree with the person, ἀφίκετο . . ὄρθριος h.Merc.143 ; ὀρθρίη αὖθις ἔσειμι Thgn.863 ; ὄρθριος παρεῖναι, ἥκειν, Ar.Ec.283, Pl.Prt.313b ; ἤλουν ὄρθριαι τὰ σιτία Pherecr.10. 2 generally, of the morning, πόλτος Epich.23 ; διὰ τὸν ὄ. νόμον the morning song, as parody of ὄρθιον, Ar.Ec.741 ; ὄρθριον ᾆσαι (sc. ᾆσμα), of the cock, Id.Av.489 ; δεῖ ὄρθριον εἶναι τὸν σύλλογον Pl.Lg. 961b ; τὸ ὄ. as Adv., in the morning, early, Hdt.2.173, Luc.Gall.1 ; or ὄρθριον Ar.Ec.377, 526: irreg. Comp. and Sup. ὀρθριαίτερος, -αίτατος, Hdn.Epim.166; also ὀρθρίτερον as Adv., earlier, UPZ62.19 (ii B. C.), BGU1201.4 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 377] auch 2 Endgn, = ὀρθρινός, nach den Atticisten die eigtl. attische Form, vgl. Lob. Phryn. 51; H. h. Merc. 143; Theogn. 861; τοῖς μὴ παροῦσιν ὀρθρίοις, Ar. Eccl. 283; ὄρθριος ἥκων, Plat. Prot. 313 b; – ὄρθριον, am Morgen früh, Ar. Eccl. 377. 526; ὄρθριον ᾄδειν, Av. 489. Dazu der unregelmäßige comparat. u. superlat. ὀρθριαίτερος, ὀρθριαίτατος, Hdn. epimer. 260.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρθριος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, (ὄρθρος) ὁ κατὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς ἡμέρας, «τὴν αὐγὴν», «ὁ τὰ χαράγματα», ἐνωρίς, λίαν πρωῒ ποιῶν τι, μετὰ ῥημάτων κινήσεως, ὅτε τὸ ἐπίθετον συμφωνεῖ πρὸς τὸ πρόσωπον, ἀφίκετο .. ὀρθριος Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 143· ὀρθρίη αὖθις ἔσειμι Θέογν. 861· ὄρθριος παρεῖναι, ἥκειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 283, Πλάτ. Πρωτ. 313Β· ἤλουν ὄρθριαι τὰ σιτία Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. 3. 2) καθόλου, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πρωΐαν, ἑωθινός, διὰ τὸν ὄρθ. νόμον, τὸ ἑωθινὸν ᾆσμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 741· ὀρθριον ᾄδειν (ἐξυπακ. ᾆσμα), ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 489· δεῖ ὄρθριον εἶναι τὸν σύλλογον Πλάτ. Νόμ. 961Β· ― τὸ ὄρθριον, ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ πρωΐ, ἐνωρίς, Ἠρόδ. 2. 173, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 1· ἢ ὄρθριον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 377, 526. ― Ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. ὀρθριαίτερος, -αίτατος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 166.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
matinal, qui se fait ou qui agit de grand matin ; τὸ ὄρθριον HDT le point du jour.
Étymologie: ὄρθρος.