κυριακός: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(eksahir) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[señor]] | |esgtx=[[señor]] | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[κύριος]]; belonging to the Lord (Jehovah or Jesus): Lord's. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 25 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (κύριος)
A of or for an owner or master, Stud.Pal.22.177.18 (ii A.D.); but usu. of the Roman Emperor, ὁ κ. φίσκος the fiscus, CIG2827 (Aphrod.), Supp.Epigr.2.567 (Caria (?)); κ. ψῆφοι, λόγος, OGI669.13, 18 (Egypt, i A.D.); κ. χρῆμα POxy.474.41 (ii A.D.). II esp. belonging to the Lord (Christ): K. δεῖπνον the Lord's Supper, 1 Ep.Cor.11.20; ἡ K. ἡμέρα the Lord's day, Apoc.1.10; τὸ Κυριακόν (sc. δῶμα) the Lord's house, Edict.Maximiniap.Eus.PE9.10. III Subst. κυριακός, ὁ, spirit invoked in magic, PMag.Par.1.916.
German (Pape)
[Seite 1536] dem Herrn gehörig, ihn betreffend; bes. bei K. S.; κυριακὴ ἡμέρα, der Tag des Herrn, Sonntag; τὸ κυριακὸν δεῖπνον, auch ohne dieses subst., das heilige Abendmahl; τὸ κυριακόν auch = das Haus des Herrn, der Tempel, die Kirche.
Greek (Liddell-Scott)
κῡριακός: -ή, -όν, (κύριος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύριον ἢ δεσπότην, ὁ κ. φίσκος, τὸ ἰδιαίτερον ταμεῖον τοῦ αὐτοκράτορος, κυρίως, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ΚΥΡΙΟΝ (ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ)˙ Κ. δεῖπνον, ἡ λεγόμενη εὐχαριστία, Α΄, Ἐπ. π. Κορ. ια΄, 20˙ ― ἡ κυριακὴ ἡμέρα, dies Dominica, Ἀποκάλ. α΄, 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 9452˙ τὸ κυριακὸν (ἐξυπ. δῶμα), ἡ ἐκκλησία, πρῶτον ἐν Διατάγ. Μαξιμίνου παρ’ Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 10, Συνόδ. Κανόν. Λαοδ. 28, Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 5, 2˙ ἴδε Suicer. (Συνήθως νομίζεται ὅτι ἐκ ταύτης τῆς λέξεως παράγονται αἱ Τευτονικαὶ λ. kirk, kircne, church˙ ἀλλὰ πῶς οἱ βόρειοι λαοὶ παρέλαβον τὴν Ἑλληνικὴν ταύτην λέξιν μᾶλλον ἢ τὸ Ρωμαϊκὸν ὄνομα ecclesia, δὲν ἔχει ἐξηγηθῆ ἐπαρκῶς.)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le Seigneur, le Christ ; ἡ Κυριακή (ἡμέρα) le jour du Seigneur, le dimanche.
Étymologie: κύριος.
Spanish
English (Strong)
from κύριος; belonging to the Lord (Jehovah or Jesus): Lord's.