κατατομή: Difference between revisions

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
(strοng)
(T22)
Line 18: Line 18:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from a [[compound]] of [[κατά]] and temno (to [[cut]]); a [[cutting]] [[down]] ([[off]]), i.e. [[mutilation]] ([[ironically]]): concision. Compare [[ἀποκόπτω]].
|strgr=from a [[compound]] of [[κατά]] and temno (to [[cut]]); a [[cutting]] [[down]] ([[off]]), i.e. [[mutilation]] ([[ironically]]): concision. Compare [[ἀποκόπτω]].
}}
{{Thayer
|txtha=κατατομης, ἡ (from [[κατατέμνω]] (cf. [[κατά]], III:4) to [[cut]] up, [[mutilate]]), [[mutilation]] (Latin concisio): [[περιτομή]] [[which]] follows in [[ἀποκόπτω]].
}}
}}

Revision as of 18:09, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατομή Medium diacritics: κατατομή Low diacritics: κατατομή Capitals: ΚΑΤΑΤΟΜΗ
Transliteration A: katatomḗ Transliteration B: katatomē Transliteration C: katatomi Beta Code: katatomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A incision, notch, groove, Thphr.HP4.8.10, Sm.Je.31 (48).37; ἄνευ -τομῆς uncarved, smooth, IG12.372.134, cf. 373.231: pl., Artem.1.67.    II part of a theatre, Hyp.Dem.Fr.3: variously expld. as = ὀρχήστρα or διάζωμα, AB270, cf. Phot.    2 face of rock, ἐπέγραψεν ἐπὶ τὴν κ. τῆς πέτρας Philoch.138; μέταλλον καὶ κ. perh. a mine and a quarry-face, IG22.1582.70.    III = καταγραφή, profile, Hsch. (s.h.v.).    IV mutilation, opp. true circumcision, a παρονομασία in Ep.Phil.3.2.

Greek (Liddell-Scott)

κατατομή: ἡ, τὸ κατατέμνειν, τὸ τέμνειν ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, ἐγχάραξις, ἐντομή, αὐλάκιον, λεῖα ἐκπεπονημένα ἄνευ κατατομῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 27· διέζωσται ἡ κωδύα ταῖς κ. τὸν αὐτὸν τρόπον τῇ μήκωνι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 10· ΙΙ. μέρος θεάτρου, Ὑπερείδ. καὶ Φιλόχ. παρ’ Ἁρποκρ. οἱ Γραμματ. διαφέρονται περὶ τῆς σημασίας αὐτοῦ, πρβλ. Α. Β. 270· «κατατομή· ἡ ὀρχήστρα ἡ νῦν λεγομένη στῖγμα· ἢ μέρος τι τοῦ θεάτρου κατετμήθη ἐπεὶ ἐν ὄρει κατασκεύασται, ἢ κατὰ συμβεβηκὸς ὁ τύπος οὕτω καλεῖται ἢ τὸ νῦν λεγόμενον διάζωμα» Φώτ.· ἴσως ἦτο τὸ σπήλαιον τὸ ἐσκαμμένον ἐν τῷ βράχῳ πρὸς ὑποδοχὴν τρίποδος, ὡς σημειοῖ ὁ Παυσ. (1. 21, 3), ἢ μᾶλλον ἡ ἀνωτάτη σειρὰ τῶν ἑδωλίων τοῦ θεάτρου λελαξευμένη ἐν τῷ βράχῳ, ὅστις ὡς τοῖχος ὑπερέκειτο τῶν κεφαλῶν τῶν ὑποκαθημένων. ΙΙΙ. = καταγραφή, ἐν τῇ ζωγραφικῇ, ἡ ἐκ πλαγίων ὄψις τῶν προσώπων, Ἡσύχ. IV. κατακοπὴ τῆς σαρκὸς ὑπὸ τῶν Ἰουδαϊζόντων Χριστιανῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀληθῆ περιτομὴν τῶν Ἰουδαίων, παρονομασία ἐν τῇ Ἐπιστ. π. Φιλιππ. γ΄, 2, ὅπου ὁ Θεοφύλακτ. σημειοῖ: «μέγα καὶ τίμιον ἦν ποτε παρὰ Ἰουδαίοις ἡ περιτομή· ἐπεὶ οὖν νῦν ἤργησεν, οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ κατατομή· ἐπεὶ γὰρ οὐκ ἔστι νόμιμον τὸ γενόμενον τὴν σάρκα κατατέμνουσι».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 incision, coupure, tranchée;
2 cavité creusée dans le roc derrière les gradins d’un théâtre creusé à flanc de colline;
3 action de détacher par incision, mutilation, particul. circoncision.
Étymologie: κατατέμνω.

English (Strong)

from a compound of κατά and temno (to cut); a cutting down (off), i.e. mutilation (ironically): concision. Compare ἀποκόπτω.

English (Thayer)

κατατομης, ἡ (from κατατέμνω (cf. κατά, III:4) to cut up, mutilate), mutilation (Latin concisio): περιτομή which follows in ἀποκόπτω.