κίνησις: Difference between revisions

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναιonly the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source
(strοng)
(T22)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[κινέω]]; a [[stirring]]: [[moving]].
|strgr=from [[κινέω]]; a [[stirring]]: [[moving]].
}}
{{Thayer
|txtha=κινήσεως, ἡ ([[κινέω]]) (from [[Plato]] on), a [[moving]], [[agitation]]: [[τοῦ]] ὕδατος, R L).
}}
}}

Revision as of 18:13, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίνησις Medium diacritics: κίνησις Low diacritics: κίνησις Capitals: ΚΙΝΗΣΙΣ
Transliteration A: kínēsis Transliteration B: kinēsis Transliteration C: kinisis Beta Code: ki/nhsis

English (LSJ)

[ῑ], εως, ἡ,

   A motion, opp. rest (στάσις), Pl.Sph.250a; opp. ἠρεμία, Arist.Ph.202a5, etc.    2 in Cyrenaic philos., λεία κ., = ἡδονή, τραχεῖα κ., = πόνος, D.L.2.86; also αἱ διὰ μορφῆς κατ' ὄψιν ἡδεῖαι κ. Epicur.Fr.67; αἱ κ. αἱ ἀνθρωπικαί human emotions, Arr.Epict. 2.20.19.    3 dance, Ἄρεος κίνασις (sic) Tyrt.16, cf. Luc.Salt.63, Ephes.2 No.71; τραγικὴ ἔνρυθμος κ. Inscr.Magn.165.    4 movement, in a political sense, ἐν κ. εἶναι Th.3.75, cf. Plb.3.4.12; ἡ κ. ἡ Ἰουδαϊκή the Jewish revolt, OGI543.15 (Ancyra, ii A.D.); of the Peloponn. war, Th.1.1.    5 change, revolution, κινήσεις πολιτείας Arist.Pol.1268b25.    6 movement of an army, Plb.10.23.1 (pl.); πολεμικαὶ κ. Ael.Tact.3.4, cf. Arr.Tact.20.1.    b removal, change of abode, Vett.Val.97.17 (pl.), al.    7 Gramm., inflexion, τοῦ ζῆμι κ. οὐχ εὕρηται EM410.38.    8 in Law, punitive action, βασιλικὴ κ. Cod.Just.1.3.43.10, cf. 10.27.2.7; also, setting a process in motion, PLond. 5.1663.13 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1440] ἡ, das Bewegen, die Bewegung; Plat. Phaedr. 245 d; Ggstz στάσις Soph. 250 a; Ggstz ἠρεμία Arist. Eth. 7, 14; Folgde. Von taktischen Bewegungen, Pol. 10, 21, 22; Aufregung, Aufruhr, Thuc. 3, 75; καὶ ταραχή Pol. 3, 4, 12; öfter bei Sp., wie Hdn.; πολιτειῶν, Staatsumwälzungen, Arist. pol. 2, 8. – Bei Aristipp. u. der kyrenäischen Schule galt κίνησις λεία σαρκός als höchstes Gut. – Bei den Gramm. die Flexion, bes. des Verbums, E. M.; Umlaut des Vocals, Hdn. περὶ μ. λ.

Greek (Liddell-Scott)

κίνησις: ῑ, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν στάσιν καὶ ἠρεμίαν, Πλάτ. Σοφιστ. 250A, κτλ.· ὄρχησις, χορός, κ. Ἄρεος Τυρταῖ. 12, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 63· κατὰ τοὺς Κυρηναϊκοὺς φιλοσόφους δὺο πάθη ὑφίσταντο, ὁ πόνος καὶ ἡ ἡδονή: ἡ μὲν λεία κίνησις ἦτο ἡ ἡδονή, ἡ δὲ τραχεῖα κίνησιςπόνος, Διογ. Λ. 2. 86· ― ὁ Ἀριστοτ. συζητεῖ περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς σημασίας τῆς κινήσεως ἐν Φυσ. 3. 1., 5. 5., 8. 1, κ. ἀλλ.· ― περὶ διαφόρων ὁρισμῶν τῆς κινήσεως ὅρα Πλουτάρχου περὶ τῶν Ἀρεσκόντ. τοῖς Φιλοσόφ. 1. 23. 2) κίνημα πολιτικόν, ἐν κ. εἶναι Θουκ. 3. 75, πρβλ. Πολύβ. 3. 4, 12· ἐπὶ τοῦ Πελοπονν. πολέμου, κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο Θουκ. 1. 1. 3) μεταβολή, ἐπανάστασις, πολιτειῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 16. 4) κίνησις στρατεύματος, Πολύβ. 10. 23, 22. 5) ἐν τῇ Γραμματικῇ, κλίσις, Ἐτυμολ. Μέγ. 410. 38.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 mouvement, particul. mouvement de la danse;
2 fig. agitation, trouble, soulèvement.
Étymologie: κινέω.

English (Strong)

from κινέω; a stirring: moving.

English (Thayer)

κινήσεως, ἡ (κινέω) (from Plato on), a moving, agitation: τοῦ ὕδατος, R L).