ψυχροβαφής: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />plongé dans l’eau fraîche <i>ou</i> froide.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]], [[βάπτω]].
|btext=ής, ές :<br />plongé dans l’eau fraîche <i>ou</i> froide.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]], [[βάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[μέταλλο]]) αυτός που υφίσταται [[βαφή]] με [[εμβάπτιση]] σε [[κρύο]] [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βουτηγμένος σε [[κρύο]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για [[χρώμα]]) αυτός που βάφει με ψυχρή [[βαφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάφω]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>θερμο</i>-<i>βαφής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχροβᾰφής Medium diacritics: ψυχροβαφής Low diacritics: ψυχροβαφής Capitals: ΨΥΧΡΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: psychrobaphḗs Transliteration B: psychrobaphēs Transliteration C: psychrovafis Beta Code: yuxrobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A dipped in cold water, Luc.Lex.5.    II imparted by a cold tincture, of colours and scents, ψ. ἄνθη Thphr.Od. 22.

German (Pape)

[Seite 1405] ές, 1) in kaltes Wasser getaucht, Luc. Lex. 5, bes. von glühendem Eisen. – 2) durch kalte Tinktur mitgetheilt, bes. von Farben und Gerüchen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχροβᾰφής: -ές, ὁ εἰς ψυχρὸβ ὕδωρ ἐμβαπτισθείς, Λουκ. Λεξιφ. 5. ΙΙ. ὁ διὰ ψυχρᾶς βαφῆς μεταδοθείς, ἐπὶ χρωμάτων, τῶν ἀνθῶν (δηλ. τῶν χρωμάτων) τὰ μὲν ψυχροβαφῆ, τὰ δὲ θερμοβαφῆ Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 22· πρβλ. Salmas. εἰς Solin. σ. 807.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plongé dans l’eau fraîche ou froide.
Étymologie: ψυχρός, βάπτω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
(για μέταλλο) αυτός που υφίσταται βαφή με εμβάπτιση σε κρύο νερό
αρχ.
1. βουτηγμένος σε κρύο νερό
2. (για χρώμα) αυτός που βάφει με ψυχρή βαφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -βαφής (< βάφω) πρβλ. θερμο-βαφής].