αγιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(1)
(No difference)

Revision as of 06:18, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἁγιάζω)
κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζω
νεοελλ.
1. ευλογώ
2. ραντίζω με αγιασμένο νερό
3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος
4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαι
αρχ.
1. καθαγιάζω κάτι θυσιάζοντας
2. βεβηλώνω, μιαίνω, μολύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος.
ΠΑΡ. ἁγίασις, ἁγίασμα, ἁγιασμός, ἁγιαστήριον.