ἄκλειστος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄκλῃστος]].
|dgtxt=v. [[ἄκλῃστος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλειστος]], -ον και ἄκληστος)<br />αυτός που δεν [[είναι]] κλεισμένος, δεν [[είναι]] στερεωμένος<br />«άφησε την πόρτα άκλειστη»<br />«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασυμπλήρωτος]]<br />«έχει τα [[δέκα]] [[οχτώ]] άκλειστα»<br /><b>2.</b> ([[λογαριασμός]]) για τον οποίο δεν έχει γίνει [[εκκαθάριση]]<br /><b>3.</b> (εμπορική [[πράξη]]) που δεν έχει [[επίσημα]] συμφωνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κλειστὸς</i> (ή <i>κλῃστὸς</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κλείω]] ([[κλῄω]])].
}}
}}

Revision as of 06:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκλειστος Medium diacritics: ἄκλειστος Low diacritics: άκλειστος Capitals: ΑΚΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ákleistos Transliteration B: akleistos Transliteration C: akleistos Beta Code: a)/kleistos

English (LSJ)

ον, Ion. ἀκλήιστος Call.Hec.2, Att. contr. ἄκλῃστος E.Andr.593, Th.2.93: (κλείω):—

   A not closed or fastened, ll. cc., X.Cyr. 7.5.25, Nic.Dam.p.72 D., etc.

German (Pape)

[Seite 73] nicht verschlossen, s. att. ἄκλῃστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλειστος: -ον, Ἰων. ἀκλήιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 41. Ἀττ. συνῃρ. ἄκληστος, Εὐρ. Ἀνδρ. 593, Θουκ. 2. 93: (κλείω), ὁ μὴ κεκλεισμένος, μὴ στερεωμένος, ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fermé.
Étymologie: ἀ, κλείω.

Spanish (DGE)

v. ἄκλῃστος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκλειστος, -ον και ἄκληστος)
αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος
«άφησε την πόρτα άκλειστη»
«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.)
νεοελλ.
1. ο ασυμπλήρωτος
«έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα»
2. (λογαριασμός) για τον οποίο δεν έχει γίνει εκκαθάριση
3. (εμπορική πράξη) που δεν έχει επίσημα συμφωνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κλειστὸςκλῃστὸς) < κλείω (κλῄω)].