ταυρηλάτης: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tavrilatis | |Transliteration C=tavrilatis | ||
|Beta Code=taurhla/ths | |Beta Code=taurhla/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, = [[ταυρελάτης]] ''1'', ''PFlor.''321.19 (ii A.D.), etc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ταυρελάτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί βόδια, [[βουκόλος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στη [[Θεσσαλία]]) [[ιππέας]] που μετείχε [[κατά]] τρόπο ενεργό στα [[ταυροκαθάψια]], [[έφιππος]] [[ταυρομάχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ηλάτης</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:17, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, = ταυρελάτης 1, PFlor.321.19 (ii A.D.), etc.
Greek Monolingual
και ταυρελάτης, ὁ, Α
1. αυτός που οδηγεί βόδια, βουκόλος
2. (ιδίως στη Θεσσαλία) ιππέας που μετείχε κατά τρόπο ενεργό στα ταυροκαθάψια, έφιππος ταυρομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].