τεσσαρεσκαιδεκέτης: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tessareskaideketis | |Transliteration C=tessareskaideketis | ||
|Beta Code=tessareskaideke/ths | |Beta Code=tessareskaideke/ths | ||
|Definition= | |Definition=τεσσαρεσκαιδεκέτες, [[fourteen years old]], Plu.''Aem.''35: fem. in the form τεσσᾰρεσκαιδεκα-δεκαέτις ([[quod vide|q.v.]]); cf. [[τεσσαρακαιδεκέτης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> τεσσαρεσκαιδεκαέτης.<br />'''Étymologie:''' [[τεσσαρεσκαίδεκα]], [[ἔτος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεσσᾰρεσκαιδεκέτης:''' атт. τετταρεσκαιδεκέτης 2 четырнадцатилетний Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τεσσᾰρεσκαιδεκέτης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατεσσάρων ἐτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 35. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τεσσαρακαιδεκέτης]] και τεσσαρεσκαιδεκαέτης, -άετες και τεσσαρακαιδεκετής, τεσσαρεσκαιδεκαετής και τεσσαρακαιδεκαετής, -ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκέτις και [[τεσσαρεσκαιδεκαέτις]], -ιδος, Α<br />ο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεσσαρεσκαίδεκα]] <span style="color: red;">+</span> -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), [[πρβλ]]. [[τεσσαρακονταέτης]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τεσσᾰρεσκαιδεκέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που έχει [[ηλικία]] δεκατεσσάρων ετών, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τεσσᾰρεσκαιδεκ-έτης, ου, ὁ,<br />[[fourteen]] years old, Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
τεσσαρεσκαιδεκέτες, fourteen years old, Plu.Aem.35: fem. in the form τεσσᾰρεσκαιδεκα-δεκαέτις (q.v.); cf. τεσσαρακαιδεκέτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. τεσσαρεσκαιδεκαέτης.
Étymologie: τεσσαρεσκαίδεκα, ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
τεσσᾰρεσκαιδεκέτης: атт. τετταρεσκαιδεκέτης 2 четырнадцатилетний Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσᾰρεσκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατεσσάρων ἐτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 35.
Greek Monolingual
και τεσσαρακαιδεκέτης και τεσσαρεσκαιδεκαέτης, -άετες και τεσσαρακαιδεκετής, τεσσαρεσκαιδεκαετής και τεσσαρακαιδεκαετής, -ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκέτις και τεσσαρεσκαιδεκαέτις, -ιδος, Α
ο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + -έτης (< ἔτος), πρβλ. τεσσαρακονταέτης].
Greek Monotonic
τεσσᾰρεσκαιδεκέτης: -ου, ὁ, αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών, σε Πλούτ.
Middle Liddell
τεσσᾰρεσκαιδεκ-έτης, ου, ὁ,
fourteen years old, Plut.