άγχι: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄγχι]] (Α) (<b>ποιητ. τ. επιρρ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]] και χρόνο) [[κοντά]], [[πλησίον]]<br /><b>2.</b> (για [[ομοιότητα]]) όπως, σαν.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄγχι]] (Α) (<b>ποιητ. τ. επιρρ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]] και χρόνο) [[κοντά]], [[πλησίον]]<br /><b>2.</b> (για [[ομοιότητα]]) όπως, σαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἄγχιμος]], [[ἀγχιστήρ]], [[ἄγχιστος]], [[ἀγχοῦ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀγχέμαχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἄγχαυρος]], [[ἀγχήρης]], [[ἀγχίαλος]], [[ἀγχιβαθής]], [[ἀγχιγείτων]], [[ἀγχίγυος]], [[ἀγχίδομος]], [[ἀγχίθεος]], [[ἀγχίθυρος]], [[ἀγχίκρημνος]], [[ἀγχιμαχητής]], [[ἀγχίμολος]], [[ἀγχινεφής]], <i>ἀγχίνους</i>, <i>ἀγχίπλους</i>, [[ἀγχίπολις]], <i>ἀγχίρρους</i>, [[ἀγχίσπορος]], [[ἀγχίστροφος]], [[ἀγχιτέρμων]], [[ἀγχιτόκος]], [[ἀγχώμαλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.)
1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον
2. (για ομοιότητα) όπως, σαν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχω.
ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ.
ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος
αρχ.
ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίδομος, ἀγχίθεος, ἀγχίθυρος, ἀγχίκρημνος, ἀγχιμαχητής, ἀγχίμολος, ἀγχινεφής, ἀγχίνους, ἀγχίπλους, ἀγχίπολις, ἀγχίρρους, ἀγχίσπορος, ἀγχίστροφος, ἀγχιτέρμων, ἀγχιτόκος, ἀγχώμαλος.