εξέδρα: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(12)
 
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐξέδρα]]) [[έδρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο ή μετάλλινο [[κατασκεύασμα]] [[πάνω]] από τη [[θάλασσα]] που συνδέεται με την [[ξηρά]] και χρησιμεύει ως [[διάδρομος]] ή [[αποβάθρα]]<br /><b>2.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]] που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή παραστάσεις<br /><b>3.</b> [[είδος]] κλιμακωτού εξώστη σε θέατρα, ιπποδρόμια κ.λπ.<br /><b>4.</b> [[αποχωρητήριο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στοά]] στα γυμνάσια που έχει καθίσματα («τοὺς μὲν ἐν σταθμοῑσιν ἱππικοῑσι, τοὺς δ' ἐν ἐξέδραισι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στοά]] με καθίσματα όπου συγκεντρώνονταν οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες<br /><b>3.</b> θρανία στην [[πρόσοψη]] σπιτιών<br /><b>4.</b> [[πάγκος]] σε [[δημόσιο]] χώρο<br /><b>5.</b> [[αίθουσα]] («δύο ἐξέδραι ἐν τῇ αὐλῇ τῇ ἐσωτέρᾳ», ΠΔ)<br /><b>6.</b> [[αίθουσα]] της Συγκλήτου στο [[θέατρο]] του Πομπηίου.
|mltxt=η (Α [[ἐξέδρα]]) [[έδρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο ή μετάλλινο [[κατασκεύασμα]] [[πάνω]] από τη [[θάλασσα]] που συνδέεται με την [[ξηρά]] και χρησιμεύει ως [[διάδρομος]] ή [[αποβάθρα]]<br /><b>2.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]] που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή παραστάσεις<br /><b>3.</b> [[είδος]] κλιμακωτού εξώστη σε θέατρα, ιπποδρόμια κ.λπ.<br /><b>4.</b> [[αποχωρητήριο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στοά]] στα γυμνάσια που έχει καθίσματα («τοὺς μὲν ἐν σταθμοῖσιν ἱππικοῖσι, τοὺς δ' ἐν ἐξέδραισι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στοά]] με καθίσματα όπου συγκεντρώνονταν οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες<br /><b>3.</b> θρανία στην [[πρόσοψη]] σπιτιών<br /><b>4.</b> [[πάγκος]] σε [[δημόσιο]] χώρο<br /><b>5.</b> [[αίθουσα]] («δύο ἐξέδραι ἐν τῇ αὐλῇ τῇ ἐσωτέρᾳ», ΠΔ)<br /><b>6.</b> [[αίθουσα]] της Συγκλήτου στο [[θέατρο]] του Πομπηίου.
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 18 June 2022

Greek Monolingual

η (Α ἐξέδρα) έδρα
νεοελλ.
1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα
2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή παραστάσεις
3. είδος κλιμακωτού εξώστη σε θέατρα, ιπποδρόμια κ.λπ.
4. αποχωρητήριο
αρχ.
1. στοά στα γυμνάσια που έχει καθίσματα («τοὺς μὲν ἐν σταθμοῖσιν ἱππικοῖσι, τοὺς δ' ἐν ἐξέδραισι», Ευρ.)
2. στοά με καθίσματα όπου συγκεντρώνονταν οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες
3. θρανία στην πρόσοψη σπιτιών
4. πάγκος σε δημόσιο χώρο
5. αίθουσα («δύο ἐξέδραι ἐν τῇ αὐλῇ τῇ ἐσωτέρᾳ», ΠΔ)
6. αίθουσα της Συγκλήτου στο θέατρο του Πομπηίου.