εραστής: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(14)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐραστής]] Α και θηλ. [[ἐράστρια]]) [[έραμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ερωτικό δεσμό ([[χωρίς]] γάμο) με [[γυναίκα]] ή με θηλυπρεπή<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή [[κάτι]] (α. «[[εραστής]] του θεάτρου» β. «[[εραστής]] της μελέτης» γ. «[[εραστής]] του Πλάτωνος»)<br /><b>3.</b> [[οπαδός]], [[ακόλουθος]], διατεθειμένος με θαυμασμό (α. «oἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί», <b>Πλάτ.</b> β. «τῶν χριστιανῶν [[ἐραστής]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για θεατρική [[ειδικότητα]]) [[απόδοση]] του γαλλικού θεατρικού όρου jeune premier<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> Ο [[θεός]] ως [[εραστής]] τών ψυχών («ἵνα τὸν ἁπάντων Δεσπότην Θεόν ἔχητε ἐραστήν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> ο [[Χριστός]] ως [[εραστής]] της αγνότητας<br /><b>3.</b> ο [[πιστός]] [[χριστιανός]] ή ο [[ασκητής]] («ἐρασταὶ τοῡ ὑπερκοσμίου κάλλους», Γρηγ. Νύσσ.).
|mltxt=ο (AM [[ἐραστής]] Α και θηλ. [[ἐράστρια]]) [[έραμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ερωτικό δεσμό ([[χωρίς]] γάμο) με [[γυναίκα]] ή με θηλυπρεπή<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή [[κάτι]] (α. «[[εραστής]] του θεάτρου» β. «[[εραστής]] της μελέτης» γ. «[[εραστής]] του Πλάτωνος»)<br /><b>3.</b> [[οπαδός]], [[ακόλουθος]], διατεθειμένος με θαυμασμό (α. «oἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί», <b>Πλάτ.</b> β. «τῶν χριστιανῶν [[ἐραστής]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για θεατρική [[ειδικότητα]]) [[απόδοση]] του γαλλικού θεατρικού όρου jeune premier<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> Ο [[θεός]] ως [[εραστής]] τών ψυχών («ἵνα τὸν ἁπάντων Δεσπότην Θεόν ἔχητε ἐραστήν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> ο [[Χριστός]] ως [[εραστής]] της αγνότητας<br /><b>3.</b> ο [[πιστός]] [[χριστιανός]] ή ο [[ασκητής]] («ἐρασταὶ τοῦ ὑπερκοσμίου κάλλους», Γρηγ. Νύσσ.).
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

ο (AM ἐραστής Α και θηλ. ἐράστρια) έραμαι
1. αυτός που έχει ερωτικό δεσμό (χωρίς γάμο) με γυναίκα ή με θηλυπρεπή
2. εκείνος που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι (α. «εραστής του θεάτρου» β. «εραστής της μελέτης» γ. «εραστής του Πλάτωνος»)
3. οπαδός, ακόλουθος, διατεθειμένος με θαυμασμό (α. «oἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί», Πλάτ. β. «τῶν χριστιανῶν ἐραστής»)
νεοελλ.
(για θεατρική ειδικότητα) απόδοση του γαλλικού θεατρικού όρου jeune premier
αρχ.-μσν.
1. Ο θεός ως εραστής τών ψυχών («ἵνα τὸν ἁπάντων Δεσπότην Θεόν ἔχητε ἐραστήν», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. ο Χριστός ως εραστής της αγνότητας
3. ο πιστός χριστιανός ή ο ασκητής («ἐρασταὶ τοῦ ὑπερκοσμίου κάλλους», Γρηγ. Νύσσ.).