Αίας: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-αντος), ο (Α [[Αἴας]])<br />όνομα δύο γνωστών ομηρικών ηρώων, του Αίαντος του Τελαμώνιου, βασιλιά της Σαλαμίνας, και του Αίαντος του Οϊλήος, ηγεμόνα των Λοκρών.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(-αντος), ο (Α [[Αἴας]])<br />όνομα δύο γνωστών ομηρικών ηρώων, του Αίαντος του Τελαμώνιου, βασιλιά της Σαλαμίνας, και του Αίαντος του Οϊλήος, ηγεμόνα των Λοκρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για όνομα χθόνιου θεού, που παράγεται από την λ. <i>αἶα</i> με τη [[σημασία]] της «γης». Άλλοι ετυμολογούν το όνομα [[επίσης]] από το <i>αἶα</i>, [[αλλά]] με τη σημ. της «μητέρας (γης)» ή της «μητέρας» ως γνήσιας συζύγου, σε [[αντίθεση]] με το όνομα του <i>Τεύκρου</i> (αδελφού του Αίαντος), που δήλωνε τον νόθο γιο, τον γιο της παλλακίδας («[[τεῦχρος]] ἀδελφὸς [[νόθος]]», <b>Ησύχ.</b> στη λ.). Απίθανη φαίνεται η [[ετυμολογία]] της λ. [[Αἴας]] από τ. αί-wa (<i>AἴFavs</i>) της Μυκηναϊκής (από [[πινακίδα]] της Κνωσού), που σήμαινε πιθανόν όνομα βοδιού ([[οπότε]] το <i>AἴFavs</i> [[είναι]] πιθ. υποκοριστικό του <i>ΑἴFολος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>aἴFolos</i> «[[ταχύς]]» — πρβλ. <i>Βουκάς</i> <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[Αἰάντειος]], [[Αἰαντίδης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
(-αντος), ο (Α Αἴας)
όνομα δύο γνωστών ομηρικών ηρώων, του Αίαντος του Τελαμώνιου, βασιλιά της Σαλαμίνας, και του Αίαντος του Οϊλήος, ηγεμόνα των Λοκρών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για όνομα χθόνιου θεού, που παράγεται από την λ. αἶα με τη σημασία της «γης». Άλλοι ετυμολογούν το όνομα επίσης από το αἶα, αλλά με τη σημ. της «μητέρας (γης)» ή της «μητέρας» ως γνήσιας συζύγου, σε αντίθεση με το όνομα του Τεύκρου (αδελφού του Αίαντος), που δήλωνε τον νόθο γιο, τον γιο της παλλακίδας («τεῦχρος ἀδελφὸς νόθος», Ησύχ. στη λ.). Απίθανη φαίνεται η ετυμολογία της λ. Αἴας από τ. αί-wa (AἴFavs) της Μυκηναϊκής (από πινακίδα της Κνωσού), που σήμαινε πιθανόν όνομα βοδιού (οπότε το AἴFavs είναι πιθ. υποκοριστικό του ΑἴFολος < aἴFolos «ταχύς» — πρβλ. Βουκάς < βουκόλος).
ΠΑΡ. αρχ. Αἰάντειος, Αἰαντίδης.