καθυποτάσσω: Difference between revisions
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathypotasso | |Transliteration C=kathypotasso | ||
|Beta Code=kaqupota/ssw | |Beta Code=kaqupota/ssw | ||
|Definition=Att. καθυποτάττω, < | |Definition=Att. [[καθυποτάττω]],<br><span class="bld">A</span> [[subject]], Phleg.''Fr.''17 J., ''PMag.Lond.''123.4.<br><span class="bld">II</span> = [[καθυπογράφω]], ''PFlor.'' 377.7(vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
Att. καθυποτάττω,
A subject, Phleg.Fr.17 J., PMag.Lond.123.4.
II = καθυπογράφω, PFlor. 377.7(vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1290] ganz unterordnen, unterwerfen, Schol. Eur. Hipp. 525 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθυποτάσσω: Ἀττ. -ττω, ὑποτάσσω ἐντελῶς, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 46, κτλ.
Greek Monolingual
(AM καθυποτάσσω, Α αττ. τ. καθυποτάττω)
(επιτατ. του υποτάσσω) υποτάσσω κάτι ή κάποιον εντελώς, υποδουλώνω, κατακυριεύω
μσν.-αρχ.
συμπληρώνω, επισυνάπτω, προσαρτώ
αρχ.
πάπ. καθυπογράφω, προσυπογράφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-τάσσω.