εξάφνου: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(12)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ξάφνου]]<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[ξαφνικά]], αναπάντεχα («μα '[[ξάφνου]] ο [[κακορίζικος]] επιάστηκα στο [[βρόχι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> στη [[στιγμή]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίρρ. [[εξαίφνης]]. Το ληκτικό -<i>ου</i> αναλογικά [[προς]] τα επίρρ. σε -<i>ου</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[άξαφνα]]-[[αξάφνου]])].
|mltxt=και [[ξάφνου]]<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[ξαφνικά]], αναπάντεχα («μα '[[ξάφνου]] ο [[κακορίζικος]] επιάστηκα στο [[βρόχι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> στη [[στιγμή]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίρρ. [[εξαίφνης]]. Το ληκτικό -<i>ου</i> αναλογικά [[προς]] τα επίρρ. σε -<i>ου</i> ([[πρβλ]]. και [[άξαφνα]]-[[αξάφνου]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ξάφνου
επίρρ.
1. ξαφνικά, αναπάντεχα («μα 'ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι», Ερωτόκρ.)
2. στη στιγμή, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. εξαίφνης. Το ληκτικό -ου αναλογικά προς τα επίρρ. σε -ου (πρβλ. και άξαφνα-αξάφνου)].