καταπόδι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(19)
 
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[καταπόδα]] και [[καταπόδας]] (AM [[κατά]] [[πόδα]][ς], Μ και [[καταπόδι]][ν], καταπόδου και καταποδοῡ)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ακριβώς από [[πίσω]], [[κατόπιν]], στα ίχνη κάποιου («[[παίρνω]] [[καταπόδι]]» ή «[[πηγαίνω]] [[καταπόδι]] κάποιον» — [[παρακολουθώ]], [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], [[παίρνω]] από [[πίσω]] κάποιον»)<br /><b>2.</b> (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) <i>το [[καταπόδι]]<br />η [[συνέχεια]], το [[αμέσως]] επόμενο, το [[αποτέλεσμα]], το επακόλουθο («της τεμπελιάς το [[καταπόδι]] [[πείνα]] και [[ζητιάνεμα]]» — το επακόλουθο της τεμπελιάς [[είναι]] η [[πείνα]] και το [[ζητιάνεμα]], παροιμ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[ξανά]] [[πίσω]]<br /><b>3.</b> <b>χρον.</b> [[μετά]], [[έπειτα]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>4.</b> όμοια με κάποιον<br /><b>5.</b> σύμφωνα με κάποιον, όπως επιθυμεί και επιβάλλει [[κάποιος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πηγαίνω]] καταπόδου τὸν Κύριο» ή «[[πηγαίνω]] καταπόδου τὰ εἴδωλα» — [[ακολουθώ]] πιστά, [[λατρεύω]]<br />β) «[[γεμίζω]] καταπόδου τὸν Κύριο» ή «[[γεμίζω]] καταπόδου τοῡ Κυρίου» — [[ακολουθώ]], [[πρόσκειμαι]], [[μένω]] [[πιστός]] στον Κύριο<br />γ) «στρέφομαι ἀπό καταπόδου κάποιον» — απομακρύνομαι από κάποιον, [[εγκαταλείπω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατὰ [[πόδας]]].
|mltxt=και [[καταπόδα]] και [[καταπόδας]] (AM [[κατά πόδα]], [[κατά πόδας]], Μ και [[καταπόδι]], [[καταπόδιν]], καταπόδου και καταποδοῦ)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ακριβώς από [[πίσω]], [[κατόπιν]], στα ίχνη κάποιου («[[παίρνω]] [[καταπόδι]]» ή «[[πηγαίνω]] [[καταπόδι]] κάποιον» — [[παρακολουθώ]], [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], [[παίρνω]] από [[πίσω]] κάποιον»)<br /><b>2.</b> (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) το [[καταπόδι]]<br />η [[συνέχεια]], το [[αμέσως]] επόμενο, το [[αποτέλεσμα]], το επακόλουθο («της τεμπελιάς το [[καταπόδι]] [[πείνα]] και [[ζητιάνεμα]]» — το επακόλουθο της τεμπελιάς [[είναι]] η [[πείνα]] και το [[ζητιάνεμα]], παροιμ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[ξανά]] [[πίσω]]<br /><b>3.</b> <b>χρον.</b> [[μετά]], [[έπειτα]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>4.</b> όμοια με κάποιον<br /><b>5.</b> σύμφωνα με κάποιον, όπως επιθυμεί και επιβάλλει [[κάποιος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πηγαίνω]] καταπόδου τὸν Κύριο» ή «[[πηγαίνω]] καταπόδου τὰ εἴδωλα» — [[ακολουθώ]] πιστά, [[λατρεύω]]<br />β) «[[γεμίζω]] καταπόδου τὸν Κύριο» ή «[[γεμίζω]] καταπόδου τοῦ Κυρίου» — [[ακολουθώ]], [[πρόσκειμαι]], [[μένω]] [[πιστός]] στον Κύριο<br />γ) «στρέφομαι ἀπό καταπόδου κάποιον» — απομακρύνομαι από κάποιον, [[εγκαταλείπω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατὰ [[πόδας]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 11 December 2024

Greek Monolingual

και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα, κατά πόδας, Μ και καταπόδι, καταπόδιν, καταπόδου και καταποδοῦ)
επίρρ.
1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» — παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω κάποιον»)
2. (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) το καταπόδι
η συνέχεια, το αμέσως επόμενο, το αποτέλεσμα, το επακόλουθο («της τεμπελιάς το καταπόδι πείνα και ζητιάνεμα» — το επακόλουθο της τεμπελιάς είναι η πείνα και το ζητιάνεμα, παροιμ.)
μσν.
1. μαζί με κάποιον
2. ξανά πίσω
3. χρον. μετά, έπειτα από κάποιον ή κάτι
4. όμοια με κάποιον
5. σύμφωνα με κάποιον, όπως επιθυμεί και επιβάλλει κάποιος
6. φρ. α) «πηγαίνω καταπόδου τὸν Κύριο» ή «πηγαίνω καταπόδου τὰ εἴδωλα» — ακολουθώ πιστά, λατρεύω
β) «γεμίζω καταπόδου τὸν Κύριο» ή «γεμίζω καταπόδου τοῦ Κυρίου» — ακολουθώ, πρόσκειμαι, μένω πιστός στον Κύριο
γ) «στρέφομαι ἀπό καταπόδου κάποιον» — απομακρύνομαι από κάποιον, εγκαταλείπω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ πόδας].