καμπανίζω: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(19) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kampanizo | |Transliteration C=kampanizo | ||
|Beta Code=kampani/zw | |Beta Code=kampani/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[weigh]], PLond.5.1708.130 (vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 00:40, 24 August 2022
English (LSJ)
weigh, PLond.5.1708.130 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
καμπανίζω: ζυγίζω, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙ. 329D.
Greek Monolingual
(Μ καμπανίζω)
νεοελλ.
1. χτυπώ την καμπάνα της εκκλησίας, κουδουνίζω
2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω
3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς
μσν.
ζυγίζω με τον κάμπανο. ζυγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «χτυπώ την καμπάνα» < καμπάνα. Με τη σημασία «ζυγίζω» < καμπανός].