τριμελής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trimelis | |Transliteration C=trimelis | ||
|Beta Code=trimelh/s | |Beta Code=trimelh/s | ||
|Definition=ές, < | |Definition=τριμελές, [[consisting of three]] μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. [[τριμερής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[qui se compose de trois mélodies]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[μέλος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές,<br><b class="num">1</b> <i>[[dreigliederig]]</i>.<br><b class="num">2</b> <i>aus drei Liedern [[bestehend]]; eine Tonweise</i> hieß so, Plut. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐμελής:''' муз. состоящий из трех напевов Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τρῐμελής''': -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. [[τριμερής]]), Πλούτ. 2. 1132D. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] [[μέλη]] («[[τριμελής]] [[επιτροπή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριμελές</i><br />δικαστήριο αποτελούμενο από [[τρία]] [[μέλη]] («η [[υπόθεση]] θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. [[μονομελής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:29, 25 August 2023
English (LSJ)
τριμελές, consisting of three μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. τριμερής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se compose de trois mélodies.
Étymologie: τρεῖς, μέλος.
German (Pape)
ές,
1 dreigliederig.
2 aus drei Liedern bestehend; eine Tonweise hieß so, Plut.
Russian (Dvoretsky)
τρῐμελής: муз. состоящий из трех напевов Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐμελής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. τριμερής), Πλούτ. 2. 1132D.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τρία μέλη («τριμελής επιτροπή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριμελές
δικαστήριο αποτελούμενο από τρία μέλη («η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μελής (< μέλος), πρβλ. μονομελής].