κλειδώνω: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(20) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM κλειδῶ, -όω, Μ και [[κλειδώνω]]) [[κλεις]]<br />[[κλείνω]] [[κάτι]] [[κάπου]], [[ασφαλίζω]] [[κάτι]] με [[κλειδί]] («κλείδωσα καλά τις πόρτες του σπιτιού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> κλείνομαι με [[κλειδί]] («δεν κλειδώνει η πόρτα»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μυστικό]]<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[συνδέω]] με [[κλειδί]] τα τμήματα της αλυσίδας της άγκυρας<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλειδώνομαι</i><br />[[παραμένω]] απομονωμένος στο [[σπίτι]] μου [[χωρίς]] να [[επικοινωνώ]] με άλλους ανθρώπους («κλειδώνεται [[κάθε]] [[απόγευμα]] και δεν τον βλέπει [[κανένας]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] κλεισμένο και καλά ασφαλισμένο, [[φυλάγω]], [[ασφαλίζω]] («κλείδωσα τα έγγραφα στο [[συρτάρι]]»)<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]] κάποιον αυστηρά σε κλειστό χώρο («κλειδώνει τα [[παιδιά]] του [[μέσα]] στο [[σπίτι]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σφίγγω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλειδώνομαι</i> και <i> | |mltxt=(AM κλειδῶ, -όω, Μ και [[κλειδώνω]]) [[κλεις]]<br />[[κλείνω]] [[κάτι]] [[κάπου]], [[ασφαλίζω]] [[κάτι]] με [[κλειδί]] («κλείδωσα καλά τις πόρτες του σπιτιού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> κλείνομαι με [[κλειδί]] («δεν κλειδώνει η πόρτα»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μυστικό]]<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[συνδέω]] με [[κλειδί]] τα τμήματα της αλυσίδας της άγκυρας<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλειδώνομαι</i><br />[[παραμένω]] απομονωμένος στο [[σπίτι]] μου [[χωρίς]] να [[επικοινωνώ]] με άλλους ανθρώπους («κλειδώνεται [[κάθε]] [[απόγευμα]] και δεν τον βλέπει [[κανένας]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] κλεισμένο και καλά ασφαλισμένο, [[φυλάγω]], [[ασφαλίζω]] («κλείδωσα τα έγγραφα στο [[συρτάρι]]»)<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]] κάποιον αυστηρά σε κλειστό χώρο («κλειδώνει τα [[παιδιά]] του [[μέσα]] στο [[σπίτι]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σφίγγω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλειδώνομαι</i> και <i>κλειδοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[απρόσιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κλειδόω]] / -<i>ῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλείς]], <i>κλειδ</i>-<i>ός</i>. Το <i>κλειδῶ</i> μεταπλάστηκε στη [[συνέχεια]] σε -<i>ώνω</i> ([[πρβλ]]. [[θυμόω]] / -<i>ῶ</i> > [[θυμώνω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
(AM κλειδῶ, -όω, Μ και κλειδώνω) κλεις
κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες του σπιτιού»)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα»)
2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό
3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα τμήματα της αλυσίδας της άγκυρας
4. μέσ. κλειδώνομαι
παραμένω απομονωμένος στο σπίτι μου χωρίς να επικοινωνώ με άλλους ανθρώπους («κλειδώνεται κάθε απόγευμα και δεν τον βλέπει κανένας»)
νεοελλ.-μσν.
1. κρατώ κάτι κλεισμένο και καλά ασφαλισμένο, φυλάγω, ασφαλίζω («κλείδωσα τα έγγραφα στο συρτάρι»)
2. περιορίζω κάποιον αυστηρά σε κλειστό χώρο («κλειδώνει τα παιδιά του μέσα στο σπίτι»)
μσν.
1. σφίγγω κάποιον ή κάτι
2. προστατεύω
3. μέσ. κλειδώνομαι και κλειδοῦμαι, -όομαι
γίνομαι απρόσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλειδόω / -ῶ < κλείς, κλειδ-ός. Το κλειδῶ μεταπλάστηκε στη συνέχεια σε -ώνω (πρβλ. θυμόω / -ῶ > θυμώνω)].