κοίτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοῑτος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[τόπος]] για [[κατάκλιση]], [[κοίτη]], [[κλίνη]], [[κρεβάτι]] («[[ὄφρα]] Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[μέρος]] για [[κούρνιασμα]]<br /><b>3.</b> [[μάντρα]], [[στάβλος]]<br /><b>4.</b> ύπνος («[[αὐτάρ]] [[ἐπήν]] νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> η [[ανάπαυση]] που έρχεται με τον ύπνο («καὶ ἐπ' ἠῶ κοῑτον ὥρῃ ἐν ἀμήτου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «κοῑτον [[ἰαύω]]» — [[κοιμάμαι]]<br />β) «κοῑτον ποιοῡμαι» ή «ἐς κοῑτον [[πάρειμι]]» — κατακλίνομαι, [[πέφτω]] στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κοι</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>koi</i>- της αρχικής ΙΕ ρίζας <i>kei</i>- «[[κείμαι]]», απ' όπου και το [[κεῖμαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πλού</i>-<i>τος</i>, <i>φόρ</i>-<i>τος</i>)].
|mltxt=κοῑτος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[τόπος]] για [[κατάκλιση]], [[κοίτη]], [[κλίνη]], [[κρεβάτι]] («[[ὄφρα]] Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[μέρος]] για [[κούρνιασμα]]<br /><b>3.</b> [[μάντρα]], [[στάβλος]]<br /><b>4.</b> ύπνος («[[αὐτάρ]] [[ἐπήν]] νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> η [[ανάπαυση]] που έρχεται με τον ύπνο («καὶ ἐπ' ἠῶ κοῑτον ὥρῃ ἐν ἀμήτου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «κοῑτον [[ἰαύω]]» — [[κοιμάμαι]]<br />β) «κοῑτον ποιοῦμαι» ή «ἐς κοῖτον [[πάρειμι]]» — κατακλίνομαι, [[πέφτω]] στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κοι</i>- (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>koi</i>- της αρχικής ΙΕ ρίζας <i>kei</i>- «[[κείμαι]]», απ' όπου και το [[κεῖμαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[πλούτος]], [[φόρτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

κοῑτος, ὁ (Α)
1. τόπος για κατάκλιση, κοίτη, κλίνη, κρεβάτιὄφρα Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», Ομ. Οδ.)
2. (για πτηνά) μέρος για κούρνιασμα
3. μάντρα, στάβλος
4. ύπνος («αὐτάρ ἐπήν νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», Ομ. Οδ.)
5. η ανάπαυση που έρχεται με τον ύπνο («καὶ ἐπ' ἠῶ κοῑτον ὥρῃ ἐν ἀμήτου», Ησίοδ.)
6. φρ. α) «κοῑτον ἰαύω» — κοιμάμαι
β) «κοῑτον ποιοῦμαι» ή «ἐς κοῖτον πάρειμι» — κατακλίνομαι, πέφτω στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοι- (ετεροιωμένη βαθμίδα koi- της αρχικής ΙΕ ρίζας kei- «κείμαι», απ' όπου και το κεῖμαι) + κατάλ. -τος (πρβλ. πλούτος, φόρτος)].