κνισώ: Difference between revisions
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(21) |
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κνισῶ, -άω και -όω (Α) [[κνίσα]]<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] έναν [[τόπο]] με [[οσμή]] από [[κνίσα]]<br /><b>2.</b> [[εξατμίζω]] (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ὑπεροπτώμενος ὁ [[ἰχθὺς]] | |mltxt=κνισῶ, -άω και -όω (Α) [[κνίσα]]<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] έναν [[τόπο]] με [[οσμή]] από [[κνίσα]]<br /><b>2.</b> [[εξατμίζω]] (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ὑπεροπτώμενος ὁ [[ἰχθὺς]] κνισοῦται καὶ ἀφανίζεται», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κνισοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[αναδίδω]] [[κνίσα]] («[[ὑποθυμιατέον]] βδέλλαις κνισουμέναις», Ορειβ.)<br />β) [[γίνομαι]] [[λιπώδης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:10, 26 March 2021
Greek Monolingual
κνισῶ, -άω και -όω (Α) κνίσα
1. γεμίζω έναν τόπο με οσμή από κνίσα
2. εξατμίζω (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», Λουκιαν.
β. «ὑπεροπτώμενος ὁ ἰχθὺς κνισοῦται καὶ ἀφανίζεται», Αλέξ. Αφρ.)
3. παθ. κνισοῦμαι, -όομαι
α) αναδίδω κνίσα («ὑποθυμιατέον βδέλλαις κνισουμέναις», Ορειβ.)
β) γίνομαι λιπώδης.