κοπίδερμος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(21)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kopidermos
|Transliteration C=kopidermos
|Beta Code=kopi/dermos
|Beta Code=kopi/dermos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μαστιγίας]], <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ὁ, = [[μαστιγίας]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοπίδερμος]], -ον (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br />(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί [[περιτομή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[κοπίδερμος]]<br />[[άτομο]] άξιο μαστιγώματος, [[δούλος]], [[μαστιγίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]]].
|mltxt=[[κοπίδερμος]], -ον (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br />(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί [[περιτομή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[κοπίδερμος]]<br />[[άτομο]] άξιο μαστιγώματος, [[δούλος]], [[μαστιγίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπίδερμος Medium diacritics: κοπίδερμος Low diacritics: κοπίδερμος Capitals: ΚΟΠΙΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: kopídermos Transliteration B: kopidermos Transliteration C: kopidermos Beta Code: kopi/dermos

English (LSJ)

ὁ, = μαστιγίας, Glossaria.

Greek Monolingual

κοπίδερμος, -ον (ΑM)
μσν.
(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί περιτομή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ό κοπίδερμος
άτομο άξιο μαστιγώματος, δούλος, μαστιγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς + δέρμα].